λεκάνιον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λεκάνιον:''' (ᾰ) τό миска, блюдо Xen., Arph. | |elrutext='''λεκάνιον:''' (ᾰ) τό миска, блюдо Xen., Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λεκάνιον]], ου, τό,<br />Dim. of λεκά˘νη, Ar., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 9 January 2019
English (LSJ)
τό, Ar.Ach.1110, Polyzel.4, Orib. Fr.88, v.l. in X.Cyr.1.3.4:
German (Pape)
[Seite 27] τό, dim. zu λεκάνη, Ar. Ach. 1110; Xen. Cyr. 1, 3, 4, Teller.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit bassin, cuvette.
Étymologie: λεκάνη.
Greek Monolingual
λεκάνιον, τὸ (Α) λεκάνη
μικρή πήλινη λεκάνη.
Greek Monotonic
λεκάνιον: τό, υποκορ., σε Αριστοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
λεκάνιον: (ᾰ) τό миска, блюдо Xen., Arph.
Middle Liddell
λεκάνιον, ου, τό,
Dim. of λεκά˘νη, Ar., Xen.