μελάγγειος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(3) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μελάγγειος | |||
|Medium diacritics=μελάγγειος | |||
|Low diacritics=μελάγγειος | |||
|Capitals=ΜΕΛΑΓΓΕΙΟΣ | |||
|Transliteration A=melángeios | |||
|Transliteration B=melangeios | |||
|Transliteration C=melangeios | |||
|Beta Code=mela/ggeios | |||
|Definition=ον, = [[μελάγγαιος]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0117.png Seite 117]] schwarzerdig, von schwarzem, gutem Boden, Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0117.png Seite 117]] schwarzerdig, von schwarzem, gutem Boden, Theophr. |
Revision as of 10:48, 31 January 2021
English (LSJ)
ον, = μελάγγαιος.
German (Pape)
[Seite 117] schwarzerdig, von schwarzem, gutem Boden, Theophr.
Greek Monolingual
μελάγγειος, -ον και μελάγγεως, -ων (ΑM, Α και μελανόγειος και ιων. τ. μελάγγαιος, -ον)
(για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -γειος / -γεως / -γαιος (για τη μορφή του β' συνθετικού βλ. λ. γη), πρβλ. βαθύ-γειος, βαθύ-γεως, βαθύ-γαιος].
Russian (Dvoretsky)
μελάγγειος: Plut. = μελάγγαιος.