μηκάς: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | Nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(3) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μηκάς:''' <b class="num">II</b> дор. v. l. [[μακάς|μᾱκάς]], άδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> коза или овца Theocr., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> телка Soph.<br />άδος (ᾰδ) adj. f блеющая (κἶγες Hom.). | |elrutext='''μηκάς:''' <b class="num">II</b> дор. v. l. [[μακάς|μᾱκάς]], άδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> коза или овца Theocr., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> телка Soph.<br />άδος (ᾰδ) adj. f блеющая (κἶγες Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μηκάς]], άδος,<br />the [[bleating]] one, of she-goats, Hom.: —[[later]], μ. [[ἄρνες]], = βληχάδες, Eur. [from [[μηκάομαι]] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:05, 10 January 2019
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A bleating one, in Hom. always of goats, in pl., μ. αἶγες Il.11.383, Od.9.124, 244, al., cf. Antiph. 1,52.8; also μ. ἄρνες E.Cyc.189. II as Subst., = αἴξ, S.Fr.509, AP9.123 (<Leon.>); λευκὴ μ. Luc.D DMeretr.7.1: pl., Theoc.1.87,5.100.
German (Pape)
[Seite 171] άδος, ἡ, von dem Vorigen, die meckernde, bei Hom. stets μηκάδες αἶγες, Il. 11, 383. 23, 31 Od. 9, 124. 244; Pind. Ol. 1, 182; Antiphan. com. Ath. X, 449 c; ἀρνῶν μηκάδων τροφαί, Eur. Cycl. 188; Soph. auch von Ochsen, brüllend, frg. 122. – Substantivisch ἡ μηκάς, Luc. D. Mer. 7, wie αἱ μηκάδες, Theocr. 1, 87. 5, 100.
Greek (Liddell-Scott)
μηκάς: -άδος, ἡ, ἡ μηκωμένη, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ αἰγῶν, ἐν τῷ πληθ., μηκάδες αἶγες Ἰλ. Λ. 383, Ὀδ. Ι. 124, 244, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1, ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 8· αἱ μηκάδες, αἱ μηκώμεναι, Θεόκρ. 1. 87., 5. 100· καὶ ἐν τῷ ἑνικ. Ἀνθ. Π. 9. 123, Λουκ.· ― παρὰ τοῖς μετέπειτα, μ. ἄρνες, - βληχάδες, Εὐρ. Κύκλ. 189.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
1 qui bêle : ἡ μηκάς, chèvre ; rar. brebis;
2 qui mugit : ἡ μηκάς, taurelle.
Étymologie: cf. μηκάομαι.
English (Autenrieth)
άδος (μηκάομαι): bleating (of goats).
Greek Monolingual
μηκάς -άδος, ἡ (Α)
1. ως επίθ. (για αίγες, πρόβατα, αλλά και για αγελάδες), αυτός που μηκάται, που βελάζει
2. ως ουσ. η αίγα («θῡσαι μὲν τῇ Πανδήμῳ δεήσει λευκὴν μηκάδα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μηκάς (< μηκ-άδ-ς) έχει σχηματιστεί από το ρηματ. θέμα του μηκάζω, πιθ. αναλογικά με ονόματα ζώων σε -άς (πρβλ. δορκ-άς, κεμ-άς)].
Greek Monotonic
μηκάς: -άδος, ἡ, αυτή που βελάζει, λέγεται για θηλυκές κατσίκες, σε Όμηρ.· μεταγεν., μηκάδες ἄρνες = βληχάδες, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μηκάς: II дор. v. l. μᾱκάς, άδος ἡ
1) коза или овца Theocr., Luc.;
2) телка Soph.
άδος (ᾰδ) adj. f блеющая (κἶγες Hom.).
Middle Liddell
μηκάς, άδος,
the bleating one, of she-goats, Hom.: —later, μ. ἄρνες, = βληχάδες, Eur. [from μηκάομαι