μεταρρίπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source
(3)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεταρρίπτω:''' <b class="num">1)</b> досл. переворачивать, опрокидывать, перен. разрушать (τὰ [[καλῶς]] πεπηγότα Dem.; τὴν δοκοῦσαν εὐημερίαν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> уводить, переводить (τινὰ ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων Polyb.).
|elrutext='''μεταρρίπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. переворачивать, опрокидывать, перен. разрушать (τὰ [[καλῶς]] πεπηγότα Dem.; τὴν δοκοῦσαν εὐημερίαν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> уводить, переводить (τινὰ ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων Polyb.).
}}
}}

Revision as of 12:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταρρίπτω Medium diacritics: μεταρρίπτω Low diacritics: μεταρρίπτω Capitals: ΜΕΤΑΡΡΙΠΤΩ
Transliteration A: metarríptō Transliteration B: metarriptō Transliteration C: metarripto Beta Code: metarri/ptw

English (LSJ)

   A toss from side to side, ἑωυτόν Hp.Epid.7.10, cf. Thphr.Ign.53.    2 turn upside down, πάντα μεταρρίπτει θεός Simon. 62 ( = Com.Adesp.383); τὰ καλῶς πεπηγότα μ. D.25.90.    II bring over, ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων Plb.18.13.8, cf. 30.7.2, al.; μ. τὴν διάνοιαν ἐπί . . turn one's mind to... Phld. Vit.p.17 J.

Greek (Liddell-Scott)

μεταρρίπτω: μέλλ. -ψω, μεταστρέφω, «ἀναποδογυρίζω», Σιμωνίδ. 43, Δημ. 797. 11· παρασύρω ἐκ τῆς μιᾶς μερίδος εἰς τὴν ἑτέραν, Πολύβ. 17. 13, 8, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 renverser, changer de fond en comble;
2 faire passer d’un parti dans un autre.
Étymologie: μετά, ῥίπτω.

Greek Monolingual

μεταρρίπτω (ΑΜ)
1. ρίχνω από ένα μέρος σε άλλο
αρχ.
παρασύρω από μια πλευρά σε άλλη («εἰ γὰρ μὴ σὺν καιρῷ τότε μετέρριψε τοὺς Ἀχαιούς... ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ρωμαίων», Πολ.).

Greek Monotonic

μεταρρίπτω: μέλ. -ψω, στρέφω πάνω-κάτω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

μεταρρίπτω:
1) досл. переворачивать, опрокидывать, перен. разрушать (τὰ καλῶς πεπηγότα Dem.; τὴν δοκοῦσαν εὐημερίαν Plut.);
2) уводить, переводить (τινὰ ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων Polyb.).