νευρορράφος: Difference between revisions
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νευρορράφος:''' (ᾰ) ὁ башмачник, сапожник Plat., Arph. | |elrutext='''νευρορράφος:''' (ᾰ) ὁ башмачник, сапожник Plat., Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=νευρορ-ράφος, ὁ, [[νεῦρον]] II, [[ῥάπτω]]<br />one who stitches with sinews, a mender of shoes, [[cobbler]], Ar., Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:50, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, (
A νεῦρον 11, ῥάπτω) one who stitches with sinews, mender of shoes, cobbler, Ar.Eq.739, Pl.R.421a, etc. II one who makes strings for the lyre, Lycurg. Fr.100.
Greek (Liddell-Scott)
νευρορράφος: ὁ, (νεῦρον ΙΙ, ῥάπτω) ὁ ῥάπτων διὰ νεύρων, ὁ διορθῶν ὑποδήματα, σκυτοτόμος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 739, Πλάτ. Πολ. 421Α· πρβλ. ῥομφεῖς. ΙΙ. ὁ κατασκευάζων χορδὰς τῆς λύρας, Λυκοῦργ. παρὰ Σχολ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coud avec des cordes à boyau ; ὁ νευρορράφος savetier.
Étymologie: νεῦρον, ῥάπτω.
Greek Monolingual
νευρορ(ρ)άφος, ὁ (Α)
1. αυτός που ράβει με σκληρή και ανθεκτική κλωστή
2. επιδιορθωτής υποδημάτων
3. κατασκευαστής χορδών λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -ρ(ρ)άφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ιστιο-ρράφος, μηχανο-ρράφος].
Greek Monotonic
νευρορράφος: [ᾰ], ὁ (νεῦρον II, ῥάπτω), αυτός που ράβει χρησιμοποιώντας νεύρα, επιδιορθωτής υποδημάτων, μπαλωματής, σκυτοτόμος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
νευρορράφος: (ᾰ) ὁ башмачник, сапожник Plat., Arph.
Middle Liddell
νευρορ-ράφος, ὁ, νεῦρον II, ῥάπτω
one who stitches with sinews, a mender of shoes, cobbler, Ar., Plat.