νιφετώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νῐφετώδης:''' снежный, со снегом ([[ἄνεμος]] Arst.; [[ἡμέρα]] Polyb.; [[νύξ]] Plut.). | |elrutext='''νῐφετώδης:''' снежный, со снегом ([[ἄνεμος]] Arst.; [[ἡμέρα]] Polyb.; [[νύξ]] Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=νῐφετ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like [[snow]], [[snowy]], Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ες,
A snowy, [ἄνεμος] Arist. Mete.364b21; ἡμέρα, νύξ, Plb.3.72.3, Plu.Crass.10; ἀέρες Str.4.5.2.
Greek (Liddell-Scott)
νῐφετώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς νιφετόν, χιονώδης, «χιονιᾶς», ἄνεμος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 20, πρβλ. Πολύβ. 3. 72, 3, Πλουτ. Κράσσ. 10.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
neigeux.
Étymologie: νιφετός, -ώδης.
Greek Monolingual
νιφετώδης, -ῶδες (Α) νιφετός
αυτός που μοιάζει με νιφετό ή ο γεμάτος χιόνι, χιονώδης («ἔπομβροι δ' εἰσὶ οἱ ἀέρες μᾱλλον ἢ νιφετώδεις», Στράβ.).
Greek Monotonic
νῐφετώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με χιόνι ή χιονοθύελλα, χιονώδης, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
νῐφετώδης: снежный, со снегом (ἄνεμος Arst.; ἡμέρα Polyb.; νύξ Plut.).