ὀζόστομος: Difference between revisions
From LSJ
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀζόστομος:''' с дурным запахом изо рта, со зловонным дыханием Anth. | |elrutext='''ὀζόστομος:''' с дурным запахом изо рта, со зловонным дыханием Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀζό-στομος, ον, [ὄζω, [[στόμα]]<br />with bad [[breath]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with foul breath, AP11.427 (Lucill.), M.Ant.5.28, Orib.Fr.24.
Greek (Liddell-Scott)
ὀζόστομος: -ον, ὁ κακὸν ὄζων τοῦ στόματος, ὁ ἔχων δυσώδη ἀναπνοή, Ἀνθ. Π. 11. 427, Μ. Ἀντων. 5. 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la bouche sent mauvais.
Étymologie: ὄζω, στόμα.
Greek Monolingual
ὀζόστομος, -ον (Α)
αυτός που έχει δυσώδη αναπνοή, που αποπνέει κακοσμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + -στόμος (< στόμα)].
Greek Monotonic
ὀζόστομος: -ον (ὄζω, στόμα), αυτός που έχει δυσάρεστη αναπνοή, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀζόστομος: с дурным запахом изо рта, со зловонным дыханием Anth.