ξυρέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(3b)
m (Text replacement - "" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠρέω''': Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.˙ μεταγεν. ξυράω Πλούτ. 2. 180Β, Διόδ., κτλ.˙ [[ξύρω]] [[εἶναι]] [[τρίτος]] [[τύπος]], ἴδε ἐν λ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 786, Φρύν. 205˙ - μέλλ. -ήσω Ἑβδ.˙ ἀόρ. ἐξύρησα Ἡρόδ., κλ. - Μέσ. μέλλ. ξυρήσομαι Ἑβδ.˙ ἀόρ. ἐξυρησάμην Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 12. 5. - Παθ., μέλλ. -ηθήσομαι Ἑβδ.˙ πρκμ. ἐξύρημαι, ἴδε κατωτ. ([[ξυρόν]]). Ξυρίζω, ξυρεῦντες τῶν παιδίων τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 2. 65˙ [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., ξυρίσας μιν τὰς τρίχας ὁ αὐτ. 5. 35˙ - [[παροιμία]] ἐπὶ ἐπικινδύνων πραγμάτων, ἢ ὀξέος πόνου, ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ, ξυρίζει [[μέχρι]] δέρματος, ἐγγίζει πολὺ βαθέως, Σοφ. Αἴ. 786˙ ξυρεῖν ἐπιχειρεῖν λέοντα, ἐπὶ ἐπικινδύνου ἐπιχειρήσεως, Πλάτ. Πολ. 341C - Μέσ. καὶ παθ., [[ξυρίζω]] ἐμαυτόν, βάλλω τινὰ νὰ μὲ ξυρίσῃ, ξυρεῦνται Ἡρόδ. 2. 36˙ ἐξυρημένος [[αὐτόθι]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 191˙ ξυρουμένους Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 10˙ [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ξυρεῦνται πᾶν τὸ [[σῶμα]], ξυρίζουσιν ἢ ξυρίζονται καθ’ ὅλον τὸ [[σῶμα]], Ἡρόδ. 2. 37˙ τὰς ὀφρῦς, τὴν κεφαλὴν [[αὐτόθι]] 66˙ ἐξυρημένος τὴν κεφαλήν, ἔχων τὴν κεφαλὴν ἐξυρημένην, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 1. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν τῷ περιοδικῷ «Πλάτωνι» Τόμ. Ϛ΄, σ. 14 κἑξ.
|lstext='''ξῠρέω''': Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.˙ μεταγεν. ξυράω Πλούτ. 2. 180Β, Διόδ., κτλ.˙ [[ξύρω]] [[εἶναι]] [[τρίτος]] [[τύπος]], ἴδε ἐν λ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 786, Φρύν. 205˙ - μέλλ. -ήσω Ἑβδ.˙ ἀόρ. ἐξύρησα Ἡρόδ., κλ. - Μέσ. μέλλ. ξυρήσομαι Ἑβδ.˙ ἀόρ. ἐξυρησάμην Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 12. 5. - Παθ., μέλλ. -ηθήσομαι Ἑβδ.˙ πρκμ. ἐξύρημαι, ἴδε κατωτ. ([[ξυρόν]]). Ξυρίζω, ξυρεῦντες τῶν παιδίων τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 2. 65˙ [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., ξυρίσας μιν τὰς τρίχας ὁ αὐτ. 5. 35˙ - [[παροιμία]] ἐπὶ ἐπικινδύνων πραγμάτων, ἢ ὀξέος πόνου, ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ, ξυρίζει [[μέχρι]] δέρματος, ἐγγίζει πολὺ βαθέως, Σοφ. Αἴ. 786˙ ξυρεῖν ἐπιχειρεῖν λέοντα, ἐπὶ ἐπικινδύνου ἐπιχειρήσεως, Πλάτ. Πολ. 341C· - Μέσ. καὶ παθ., [[ξυρίζω]] ἐμαυτόν, βάλλω τινὰ νὰ μὲ ξυρίσῃ, ξυρεῦνται Ἡρόδ. 2. 36˙ ἐξυρημένος [[αὐτόθι]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 191˙ ξυρουμένους Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 10˙ [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ξυρεῦνται πᾶν τὸ [[σῶμα]], ξυρίζουσιν ἢ ξυρίζονται καθ’ ὅλον τὸ [[σῶμα]], Ἡρόδ. 2. 37˙ τὰς ὀφρῦς, τὴν κεφαλὴν [[αὐτόθι]] 66˙ ἐξυρημένος τὴν κεφαλήν, ἔχων τὴν κεφαλὴν ἐξυρημένην, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 1. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν τῷ περιοδικῷ «Πλάτωνι» Τόμ. Ϛ΄, σ. 14 κἑξ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 17:00, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρέω Medium diacritics: ξυρέω Low diacritics: ξυρέω Capitals: ΞΥΡΕΩ
Transliteration A: xyréō Transliteration B: xyreō Transliteration C: ksyreo Beta Code: cure/w

English (LSJ)

Trag. and Att. (v. infr.) ; ξῠράω, Plu.2.180b, Artem.1.22 (also in pres. Med., D.S.1.84, Palaeph.32, and pres. Pass., Luc.Cyn. 14) ; both forms in codd. of Hdt. ; cf. ξύρω : fut.

   A -ήσω LXX De.21.12 : aor. ἐξύρησα Hp.Aff.4, Hdt.5.35, etc. :—Med., fut. ξυρήσομαι LXX Ez.44.20, J.BJ2.15.1, Hsch. s.v. πριαμωθήσομαι : aor. ἐξυρησάμην LXX Nu.6.19, al., Luc.DMeretr.12.5 :—Pass., fut. -ηθήσομαι LXXLe. 13.33 : pf. ἐξύρημαι (v. infr.) : (ξυρόν):—shave, ξυροῦντες (v.l. -ῶντες) τῶν παιδίων τὴν κεφαλήν Hdt.2.65 : c. dupl. acc., ξυρήσας μιν τὰς τρίχας Id.5.35 : prov. of danger or pain, ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ it shaves close, 'touches the quick', S.Aj.786 ; ξυρεῖν ἐπιχειρεῖν λέοντα, of a dangerous undertaking, 'beard the lion', Pl.R.341c :—Med. and Pass., shave oneself or have oneself shaved, ξυρεῦνται (v.l. -ῶνται) Hdt.2.36 ; ἐξυρημένος ibid., Ar.Th.191 ; ξυρούμενον Alex.264 : also c. acc., ξυρεῦνται (v.l. -ῶνται) πᾶν τὸ σῶμα they shave their whole body or have it shaved, Hdt.2.37 ; τὰς ὀφρύας, τὴν κεφαλήν, ib.66 ; ἐξυρημένος τὴν κεφαλήν with one's head shaved, Luc.Merc.Cond.1.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρέω: Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.˙ μεταγεν. ξυράω Πλούτ. 2. 180Β, Διόδ., κτλ.˙ ξύρω εἶναι τρίτος τύπος, ἴδε ἐν λ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 786, Φρύν. 205˙ - μέλλ. -ήσω Ἑβδ.˙ ἀόρ. ἐξύρησα Ἡρόδ., κλ. - Μέσ. μέλλ. ξυρήσομαι Ἑβδ.˙ ἀόρ. ἐξυρησάμην Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 12. 5. - Παθ., μέλλ. -ηθήσομαι Ἑβδ.˙ πρκμ. ἐξύρημαι, ἴδε κατωτ. (ξυρόν). Ξυρίζω, ξυρεῦντες τῶν παιδίων τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 2. 65˙ μετὰ διπλῆς αἰτ., ξυρίσας μιν τὰς τρίχας ὁ αὐτ. 5. 35˙ - παροιμία ἐπὶ ἐπικινδύνων πραγμάτων, ἢ ὀξέος πόνου, ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ, ξυρίζει μέχρι δέρματος, ἐγγίζει πολὺ βαθέως, Σοφ. Αἴ. 786˙ ξυρεῖν ἐπιχειρεῖν λέοντα, ἐπὶ ἐπικινδύνου ἐπιχειρήσεως, Πλάτ. Πολ. 341C· - Μέσ. καὶ παθ., ξυρίζω ἐμαυτόν, βάλλω τινὰ νὰ μὲ ξυρίσῃ, ξυρεῦνται Ἡρόδ. 2. 36˙ ἐξυρημένος αὐτόθι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 191˙ ξυρουμένους Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 10˙ ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ξυρεῦνται πᾶν τὸ σῶμα, ξυρίζουσιν ἢ ξυρίζονται καθ’ ὅλον τὸ σῶμα, Ἡρόδ. 2. 37˙ τὰς ὀφρῦς, τὴν κεφαλὴν αὐτόθι 66˙ ἐξυρημένος τὴν κεφαλήν, ἔχων τὴν κεφαλὴν ἐξυρημένην, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 1. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν τῷ περιοδικῷ «Πλάτωνι» Τόμ. Ϛ΄, σ. 14 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ξυρήσω, ao. ἐξύρησα et ἔξυρα, pf. inus.
Pass. pf. ἐξύρημαι;
raser, tondre ; τὴν κεφαλήν HDT raser la tête ; τινα τὰς τρίχας HDT tondre les cheveux à qqn ; ξυρεῖ ἐν χρῷ SOPH la peau est entamée par le rasoir en parl. de périls imminents);
Pass.-Moy. ξυρέομαι-οῦμαι (f. ξυρήσομαι ou ξυρηθήσομαι) se raser ou se faire raser ; ξυρεῖν τὰς ὀφρύας HDT se raser les sourcils ; ἐξυρημέναι τὰς κεφαλάς LUC femmes qui ont la tête rasée.
Étymologie: ξυρόν.

Greek Monotonic

ξῠρέω: (ξυρόν), μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐξύρησα — Παθ., παρακ. ἐξύρημαι· ξυρίζω, σε Ηρόδ.· παροιμ., λέγεται για μεγάλο κίνδυνο ή οξύ πόνο· ξυρεῖ ἐν χρῷ, ξυρίζει βαθιά μέχρι το δέρμα, αγγίζει πολύ βαθιά, σε Σοφ. — Μέσ. και Παθ., ξυρίζομαι ή βάζω κάποιον να με ξυρίσει, σε Ηρόδ.· ξυρεῦνται πᾶντὸ σῶμα, τους ξύρισαν ολόκληρο το σώμα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ξῠρέω: поздн. тж. ξῠράω (pf. pass. ἐξύρημαι; fut. med.-pass. ξυρήσομαι и ξυρηθήσομαι) стричь, остригать или брить (τὴν κεφαλήν, τινα τὰς τρίχας Her.): ἐξυρημένος τὴν κεφαλήν Luc. со стриженной или обритой головой; ξ. ἐν χρῷ погов. Soph. брить с кожей, т. е. брать за живое, угрожать самой жизни; ξ. λέοντα погов. Plat. стричь льва, т. е. заниматься опасным делом.