νυκτιφρούρητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
(3b)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νυκτιφρούρητος:''' несущий ночную стражу ([[θράσος]] Aesch.).
|elrutext='''νυκτιφρούρητος:''' несущий ночную стражу ([[θράσος]] Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νυκτι-φρούρητος, ον,<br />watching by [[night]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 04:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐφρούρητος Medium diacritics: νυκτιφρούρητος Low diacritics: νυκτιφρούρητος Capitals: ΝΥΚΤΙΦΡΟΥΡΗΤΟΣ
Transliteration A: nyktiphroúrētos Transliteration B: nyktiphrourētos Transliteration C: nyktifroyritos Beta Code: nuktifrou/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A watching by night, θράσος A.Pr.861.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτιφρούρητος: -ον, ὁ διὰ νυκτὸς φρουρῶν, φυλάττων, θράσος Αἰσχύλ. Πρ. 862.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait bonne garde la nuit.
Étymologie: νύξ, φρουρέω.

Greek Monolingual

νυκτιφρούρητος, -ον (Α)
αυτός που φρουρεί, που καιροφυλακτεί τη νύχτα («νυκτιφρουρήτῳ θράσει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φρουρῶ).

Greek Monotonic

νυκτιφρούρητος: -ον, αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτιφρούρητος: несущий ночную стражу (θράσος Aesch.).

Middle Liddell

νυκτι-φρούρητος, ον,
watching by night, Aesch.