ὄρχησις: Difference between revisions

From LSJ

ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs

Source
(3b)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὄρχησις:''' εως ἡ Plat., Luc., Plut. = [[ὄρχημα]].
|elrutext='''ὄρχησις:''' εως ἡ Plat., Luc., Plut. = [[ὄρχημα]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὄρχησις]], εως,<br />[[dancing]], the [[dance]], Hdt., [[attic]]:esp. pantomimic [[dancing]], Hdt., [[attic]]
}}
}}

Revision as of 04:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρχησις Medium diacritics: ὄρχησις Low diacritics: όρχησις Capitals: ΟΡΧΗΣΙΣ
Transliteration A: órchēsis Transliteration B: orchēsis Transliteration C: orchisis Beta Code: o)/rxhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dancing, the dance, Epich. 171 ; ἐς ὄρχησιν ἀνίστασθαι Hdt.1.202 ; esp. pantomimic dancing, Id.6.129 ; δεινὰ ἐποιοῦντο πάσας τὰς ὀ. ἐν ὅπλοις εἶναι X.An.6.1.11 ; ἐκπονεῖν Plb.4.20.12 : a part of ἡ γυμναστική, acc. to Pl.Lg.795e ; ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις ὄ. Id.Cra.406d ; ὄ. ἐνόπλιος, ἐναγώνιος ὄ., Luc.Salt.8,32, POxy. 1241 v 27 (ii A. D.), etc.; περὶ Ὀρχήσεως, title of work by Lucian ; cf. Ath.1.14dsq., 14.630bsqq., Poll.4.95 sq.

German (Pape)

[Seite 389] ἡ, das Tanzen, nach Plat. Legg. VII, 795 d ein Theil der Gymnastik, u. nach II, 654 b mit der ᾠδή die χορεία ausmachend; ἡ ἐν ὅπλοις ὄρχησις, Waffentanz, Crat. 406 d, wie ἐνόπλιος u. ἐναγώνιος, Luc. de salt. 32 u. Plut. Num. 32; bes. die Kunst des pantomimischen Tänzers, ὀρχήσεις ἐκπονεῖν, Pol. 4, 20, 12; vgl. bes. Luc. de salt.; τραγική, Ath. I c. 37.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρχησις: -εως, ἡ, τὸ ὀρχεῖσθαι, χορός, Ἐπίχ. 95 Ahr., Ἡρόδ., Ἀττ. (ὁ Ὁμηρ. τύπος εἶναι ὀρχηθμὸς καὶ ὀρχηστός)· ἐς ὄρχησιν ἀνίστασθαι Ἡρόδ. 1. 202· κυρίως χορὸς παντομιμικός, ὁ αὐτ. 6. 129· ποιεῖσθαι τὰς ὀρχ. ἐν ὅπλοις Ξεν. Ἀν. 6. 1, 11· ἐκπονεῖν Πολύβ. 4. 20, 12· ― μέρος τῆς γυμναστικῆς κατὰ Πλάτ. ἐν Νόμ. 795D· ἡ ἐν ὅπλοις ὄρχ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 406D ὀρχήσεις ἐνόπλιοι, ἐναγώνιοι ὀρχ. Λουκ., Πλούτ., κτλ.· περὶ τῶν Ἑλληνικῶν ἴδε Λουκ. περὶ Ὀρχήσεως, Ἀθήν. 14D κἑξ., 630F· Πολυδ. Δ΄, 95 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 danse;
2 pantomime.
Étymologie: ὀρχέω.

Greek Monotonic

ὄρχησις: -εως, ἡ, η πράξη του χορού, ο χορός καθ' αυτός, σε Ηρόδ., Αττ.· ιδίως, χορός παντομίμας, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

ὄρχησις: εως ἡ Plat., Luc., Plut. = ὄρχημα.

Middle Liddell

ὄρχησις, εως,
dancing, the dance, Hdt., attic:esp. pantomimic dancing, Hdt., attic