πάμφθαρτος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πάμφθαρτος:''' всеистребляющий, губительный ([[μόρος]] Aesch.). | |elrutext='''πάμφθαρτος:''' всеистребляющий, губительный ([[μόρος]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πάμφθαρτος -ον [πᾶς, φθείρω] allesvernietigend. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A all-destroying, μόρος A.Ch.296.
German (Pape)
[Seite 455] allverderbend, Alle zu Grunde richtend, μόρος, Aesch. Ch. 294.
Greek (Liddell-Scott)
πάμφθαρτος: -ον, ὁ τὰ πάντα φθείρων, ὀλέθριος, μόρος Αἰσχύλ. Χο. 296.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a détruit tout, funeste.
Étymologie: πᾶν, φθείρω.
Greek Monolingual
πάμφθαρτος, -ον (Α)
αυτός που φθείρει τα πάντα, ολέθριος («παμφθάρτῳ μόρῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + φθαρτός (< φθείρω), πρβλ. κακό-φθαρτος].
Greek Monotonic
πάμφθαρτος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τα πάντα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πάμφθαρτος: всеистребляющий, губительный (μόρος Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάμφθαρτος -ον [πᾶς, φθείρω] allesvernietigend.