πανεργέτης: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πᾰνεργέτης:''' дор. [[πανεργέτας|πᾰνεργέτᾱς]], ᾱ adj. m все созидающий ([[Ζεύς]] Aesch.). | |elrutext='''πᾰνεργέτης:''' дор. [[πανεργέτας|πᾰνεργέτᾱς]], ᾱ adj. m все созидающий ([[Ζεύς]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πανεργέτης -ου, Dor. πανεργέτᾱς [πᾶς, ἔργον] alles volbrengend, epith. van Zeus. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A all-effecting, Ζεύς A.Ag.1486 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 459] ὁ, der Alles Bewirkende, Διὸς πανεργέτα, Aesch. Ag. 1465.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνεργέτης: -ου, ὁ, τὰ πάντα ἐνεργῶν, ἐκτελῶν, Ζεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1486.
Spanish
que todo lo ha hecho, creador de todo
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως επίθετο του Διός) αυτός που πράττει, τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -εργέτης (< ἔργον + επίθημα -έτης, πρβλ. οἰκ-έτης: οἶκος), πρβλ. κακ-εργέτης].
Greek Monotonic
πᾰνεργέτης: -ου, ὁ (*ἔργω), αυτός που εκτελεί τα πάντα, Δωρ. γεν. -εργέτα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνεργέτης: дор. πᾰνεργέτᾱς, ᾱ adj. m все созидающий (Ζεύς Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανεργέτης -ου, Dor. πανεργέτᾱς [πᾶς, ἔργον] alles volbrengend, epith. van Zeus.