παρασκευαστός: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(3b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παρασκευαστός:''' могущий быть приготовленным или устроенным (ὑπ᾽ ἀνθρώπων ἀνθρώποις Plat.). | |elrutext='''παρασκευαστός:''' могущий быть приготовленным или устроенным (ὑπ᾽ ἀνθρώπων ἀνθρώποις Plat.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρασκευαστός -ή -όν [παρασκευάζω] te verschaffen. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A that can be provided or procured, Pl.Prt.319b, 324c.
German (Pape)
[Seite 498] was herbeigeschafft oder bereitet werden kann, μηδ' ὑπ' ἀνθρώπων παρασκευαστόν, Plat. Prot. 319 b, vgl. 324 a.
Greek (Liddell-Scott)
παρασκευαστός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παρασκευάσῃ ἢ παράσχῃ Πλάτ. Πρωτ. 319Β, 324C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
que l’on peut préparer ou se procurer.
Étymologie: παρασκευάζω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
παρασκευάζω
αυτόν που μπορεί κανείς να παρασκευάσει ή να παράσχει.
Russian (Dvoretsky)
παρασκευαστός: могущий быть приготовленным или устроенным (ὑπ᾽ ἀνθρώπων ἀνθρώποις Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασκευαστός -ή -όν [παρασκευάζω] te verschaffen.