παραφρονία: Difference between revisions
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παραφρονία:''' ἡ NT = [[παραφροσύνη]]. | |elrutext='''παραφρονία:''' ἡ NT = [[παραφροσύνη]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παραφρονία]], ἡ, = [[παραφροσύνη]], NTest.] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ, = foreg., 2 Ep.Pet.2.16.
German (Pape)
[Seite 507] ἡ, = παραφροσύνη, N. T.
English (Strong)
from παραφρονέω; insanity, i.e. foolhardiness: madness.
English (Thayer)
παραφρονιας, ἡ (παράφρων (see the preceding word)), madness, insanity: παραφροσύνη (cf. Winer's Grammar, 24; 95 (90)).
Greek Monolingual
ἡ, Α
παράφρων, -ονος]
παραφρόνησις, παραφροσύνη.
Greek Monotonic
παραφρονία: ἡ, = παραφροσύνη, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραφρονία -ας, ἡ [παράφρων] waanzin.
Russian (Dvoretsky)
παραφρονία: ἡ NT = παραφροσύνη.
Middle Liddell
παραφρονία, ἡ, = παραφροσύνη, NTest.]