πεντηκοντακάρηνος: Difference between revisions
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πεντηκοντακάρηνος:''' v. l. [[πεντηκοντακέφαλος]] 2 (κᾰ) пятидесятиглавый (Ἀΐδεω [[κύων]] Hes.). | |elrutext='''πεντηκοντακάρηνος:''' v. l. [[πεντηκοντακέφαλος]] 2 (κᾰ) пятидесятиглавый (Ἀΐδεω [[κύων]] Hes.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πεντηκοντᾰ-κάρηνος, ον, [[κάρηνον]]<br />[[fifty]]-headed, Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:25, 10 January 2019
English (LSJ)
[κᾰ], ον,
A fifty-headed, Hes. Th. 312 (-κέφᾱλον (sic) codd.).
German (Pape)
[Seite 558] funfzigköpfig, Hes. Th. 312.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκοντᾰκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων 50 κεφαλάς, Ἡσ. Θ. 312.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à cinquante têtes.
Étymologie: πεντήκοντα, κάρηνον.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει πενήντα κεφάλια («Ἀΐδεω κύνα... πεντηκοντακάρανον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. τρι-κάρηνος)].
Greek Monotonic
πεντηκοντᾰκάρηνος: -ον (κάρηνον), αυτός που έχει πενήντα κεφάλια, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πεντηκοντακάρηνος: v. l. πεντηκοντακέφαλος 2 (κᾰ) пятидесятиглавый (Ἀΐδεω κύων Hes.).