περίθερμος: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(3b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περίθερμος:''' очень горячий, жаркий (τὸ [[πνεῦμα]] τοῦ λύκου Plut.). | |elrutext='''περίθερμος:''' очень горячий, жаркий (τὸ [[πνεῦμα]] τοῦ λύκου Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περί-θερμος -ον heel heet. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ου,
A very hot, Thphr.Sens.58, Plu.2.642c, Dsc. Ther.4, etc.: metaph., of the mind, Sch.Ar.Nu.144.
German (Pape)
[Seite 577] sehr warm, Plut. Symp. 2, 9u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
περίθερμος: -ον, πάνυ θερμός, Πλούτ. 2. 642C, κτλ.· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 144.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait chaud.
Étymologie: περί, θερμός.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πάρα πολύ ζεστός
2. (σχετικά με ψυχική κατάσταση) αυτός που έχει εξαφθεί, ο χωρίς καθόλου ψυχραιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θερμός.
Russian (Dvoretsky)
περίθερμος: очень горячий, жаркий (τὸ πνεῦμα τοῦ λύκου Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περί-θερμος -ον heel heet.