πολύκαπνος: Difference between revisions
From LSJ
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολύκαπνος:''' задымленный, закопченный ([[στέγος]] Eur.). | |elrutext='''πολύκαπνος:''' задымленный, закопченный ([[στέγος]] Eur.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολύκαπνος -ον [πολύς, καπνός] zeer berookt. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A smoky, στέγος E.El.1140.
German (Pape)
[Seite 663] von od. mit vielem Rauche, στέγος, Eur. El. 1140.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκαπνος: -ον, πλήρης καπνοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 1140.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rempli de fumée.
Étymologie: πολύς, καπνός.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από καπνό, καπνώδης («φρούρει δέ μοι μή σ' αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καπνός (πρβλ. δύσ-καπνος)].
Greek Monotonic
πολύκαπνος: -ον, αυτός που έχει πολύ καπνό, καπνώδης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πολύκαπνος: задымленный, закопченный (στέγος Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκαπνος -ον [πολύς, καπνός] zeer berookt.