πολύθροος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive

Source
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολύθροος:''' стяж. [[πολύθρους]] 2 многошумный ([[μάται]] Aesch.).
|elrutext='''πολύθροος:''' стяж. [[πολύθρους]] 2 многошумный ([[μάται]] Aesch.).
}}
{{elnl
|elnltext=πολύθροος -οον, contr. πολύθρους -ουν [πολύς, θρόος] met veel geschreeuw.
}}
}}

Revision as of 08:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθροος Medium diacritics: πολύθροος Low diacritics: πολύθροος Capitals: ΠΟΛΥΘΡΟΟΣ
Transliteration A: polýthroos Transliteration B: polythroos Transliteration C: polythroos Beta Code: polu/qroos

English (LSJ)

ον, contr. πολύ-θρους, ουν,

   A clamorous, μάται A.Supp.820 (lyr.); φήμη Tryph.236; κυκλίων στίχος App.Anth.3.186.

German (Pape)

[Seite 663] zsgzgn πολύθρους, mit vielem Lärm, μάται, Aesch. Suppl. 800; viel sprechend, δέλτου διαπτυχαί, v. l. πολύθυροι, Eur. I. T. 727; στίχος κυκλίων, Ep. ad. 571 (App. 109).

Greek (Liddell-Scott)

πολύθροος: -ον, συνῃρ. -θρους, ουν, ὁ μετὰ πολλοῦ θορύβου, θορυβώδης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 820· κυκλίων στίχος Ἀνθ. Π. παράρτ. 109.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
très bruyant, très sonore.
Étymologie: πολύς, θρόος.

Greek Monotonic

πολύθροος: -ον, συνηρ. -θρους, -ουν, αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, θορυβώδης, πολύβουος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πολύθροος: стяж. πολύθρους 2 многошумный (μάται Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύθροος -οον, contr. πολύθρους -ουν [πολύς, θρόος] met veel geschreeuw.