ποδοκάκη: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
(3b)
(1ba)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ποδοκάκη:''' v. l. [[ποδοκάκκη]] (ᾰ) ἡ ножные колодки или кандалы Lys., Dem.
|elrutext='''ποδοκάκη:''' v. l. [[ποδοκάκκη]] (ᾰ) ἡ ножные колодки или кандалы Lys., Dem.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποδο-[[κάκη]], ἡ,<br />ποδο-[[κάκη]], also written [[ποδοκάκκη]], [[properly]], [[foot]] [[plague]], a [[kind]] of [[stocks]], Dem., etc.
}}
}}

Revision as of 05:45, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 643] ἡ, auch ποδοκάκκη geschrieben, Fußeisen, Fußblock, wofür man später in Athen ξύλον sagte; δεδέσθαι ἐν ποδοκάκῃ πόδα, Lys. 10, 16, wie Dem. 24, 105 im Gesetz; vgl. Luc. Lexiph. 10 u. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ποδοκάκη: ἡ, ὡσαύτως φέρεται ποδοκάκκη, κολαστήριον ὄργανον δι’ οὗ ἐδεσμεύοντο οἱ πόδες τῶν κακούργων, ἐν Ἀθήναις ὠνομάζετο κοινότερον ξύλον, Νόμ. παρὰ Λυσ. 117. 32, Δημ. 733. 6, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 27Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 367.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
entraves de bois.
Étymologie: πούς, κακός.

Greek Monotonic

ποδοκάκη: ἡ, επίσης ποδοκάκκη, κυρίως, όργανο βασανισμού των ποδιών, είδος ξύλου, σε Δημ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ποδοκάκη: v. l. ποδοκάκκη (ᾰ) ἡ ножные колодки или кандалы Lys., Dem.

Middle Liddell

ποδο-κάκη, ἡ,
ποδο-κάκη, also written ποδοκάκκη, properly, foot plague, a kind of stocks, Dem., etc.