πώτημα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πώτημα:''' ατος τό полет: [[ὑπὲρ]] πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν [[ἐλθεῖν]] Aesch. перелететь море без крыльев.
|elrutext='''πώτημα:''' ατος τό полет: [[ὑπὲρ]] πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν [[ἐλθεῖν]] Aesch. перелететь море без крыльев.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πώτημα]], ατος, τό, [v. [[πότημα]].]
}}
}}

Revision as of 13:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πώτημα Medium diacritics: πώτημα Low diacritics: πώτημα Capitals: ΠΩΤΗΜΑ
Transliteration A: pṓtēma Transliteration B: pōtēma Transliteration C: potima Beta Code: pw/thma

English (LSJ)

   A v. πότημα (A).

German (Pape)

[Seite 828] τό, Flug, ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον, Aesch. Eum. 241.

Greek (Liddell-Scott)

πώτημα: τό ἴδε λ. πότημα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vol, essor.
Étymologie: πωτάομαι.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α πωτῶμαι
πέταγμα, πτήσηὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

πώτημα: -ατος, τό, βλ. πότημα.

Russian (Dvoretsky)

πώτημα: ατος τό полет: ὑπὲρ πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἐλθεῖν Aesch. перелететь море без крыльев.

Middle Liddell

πώτημα, ατος, τό, [v. πότημα.]