στασιωτεία: Difference between revisions
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στᾰσιωτεία:''' ἡ междоусобица Plat. | |elrutext='''στᾰσιωτεία:''' ἡ междоусобица Plat. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στασιωτεία -ας, ἡ [στασιώτης] partijdigheid. [And.] 4.8. gevormd naar analogie van πολιτεία voor een staatsvorm die beheerst wordt door\n één factie: factiestaat, éénpartijstaat. Plat. Lg. 832c. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A state of faction, formed after πολιτεία, And.4.8, Pl.Lg.832c, 832f.l. in 715b.
German (Pape)
[Seite 930] ἡ, Neigung od. Sucht eines Menschen, Aufruhr u. Parteiungen zu machen; Andoc. 4, 8; Plat. Legg. IV, 715 b VIII, 832 c, Ggstz πολιτεία.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰσιωτεία: ἡ, κατάστασις ἐν ᾗ ἐπικρατεῖ στάσις, ἔρις, ἀνταρσία, φατριασμός, ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ πολιτεία, Ἀνδοκ. 30. 4, Πλάτ. Νόμ. 715Β, 832C. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 131.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
agissements séditieux ; état de sédition.
Étymologie: στασιώτης.
Greek Monolingual
ἡ, στασιώτης
κατάσταση στάσεων και αναταραχών.
Greek Monotonic
στᾰσιωτεία: ἡ, επαναστατική κατάσταση, εξέγερση, ανταρσία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
στᾰσιωτεία: ἡ междоусобица Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στασιωτεία -ας, ἡ [στασιώτης] partijdigheid. [And.] 4.8. gevormd naar analogie van πολιτεία voor een staatsvorm die beheerst wordt door\n één factie: factiestaat, éénpartijstaat. Plat. Lg. 832c.