σύμμιγμα: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />mélange.<br />'''Étymologie:''' [[συμμίγνυμι]].
|btext=ατος (τό) :<br />mélange.<br />'''Étymologie:''' [[συμμίγνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και [[σύμμειγμα]] Ν<br />το [[μίγμα]] («ἀνάπλεων [[σύμμιγμα]] καὶ [[συμφόρημα]] γεγενημένην», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συμμιγ</i>- του [[συμμιγνύω]] «[[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμιγμα Medium diacritics: σύμμιγμα Low diacritics: σύμμιγμα Capitals: ΣΥΜΜΙΓΜΑ
Transliteration A: sýmmigma Transliteration B: symmigma Transliteration C: symmigma Beta Code: su/mmigma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A commixture, Plu.2.922a, 955a.

German (Pape)

[Seite 982] τό, das Gemischte, die Mischung, Zusammensetzung, καὶ φύραμα Plut. fac. orb. lun. 5.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμιγμα: τό, μῖγμα, τὴν ἔγγιστα γῆν ὁρῶσιν ἀέρων καὶ ὑδάτων καὶ ἡλίου καὶ θερμότητος ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην Πλούτ. 2. 955Α, πρβλ. 922Α.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mélange.
Étymologie: συμμίγνυμι.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και σύμμειγμα Ν
το μίγμα («ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ- του συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. -μα].

Russian (Dvoretsky)

σύμμιγμα: ατος τό смесь (ἀέρος καὶ πυρός Plut.).