συνδιαβιβάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνδιαβῐβάζω:''' вместе переправлять, перевозить Xen., Plat.: τὴν στρατιάν τινι συνδιαβιβάσαι Plut. помочь кому-л. переправить армию.
|elrutext='''συνδιαβῐβάζω:''' вместе переправлять, перевозить Xen., Plat.: τὴν στρατιάν τινι συνδιαβιβάσαι Plut. помочь кому-л. переправить армию.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-διαβιβάζω mede laten oversteken; helpen om te laten oversteken, met acc.. ὑμᾶς... συνδιαβιβάζειν ἐμπειρίᾳ jullie door mijn ervaring helpen met oversteken Plat. Lg. 892e; Ἀλκέτου δὲ ἐδεήθησαν συνδιαβιβάσαι τούτους (ze stuurden een generaal met 600 man) en verzochten Alcetus om te helpen die te laten oversteken Xen. Hell. 6.2.10.
}}
}}

Revision as of 08:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαβῐβάζω Medium diacritics: συνδιαβιβάζω Low diacritics: συνδιαβιβάζω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: syndiabibázō Transliteration B: syndiabibazō Transliteration C: syndiavivazo Beta Code: sundiabiba/zw

English (LSJ)

causal of συνδιαβαίνω,

   A carry through or over together, Pl.Lg.892e, X.HG6.2.10; help to convey across, τὴν στρατιάν Plu.Luc. 4.

German (Pape)

[Seite 1007] mit oder zugleich durch- od. überführen; Plat. Legg. X, 892 e; τὴν στρατιάν, Plut. Lucull. 4.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαβῐβάζω: μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ συνδιαβαίνω, διαβιβάζω ὁμοῦ διὰ μέσου τινὸς ἢ ἀπέναντι, Πλάτ. Νόμ. 892E, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 10.

French (Bailly abrégé)

faire traverser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, διαβιβάζω.

Greek Monolingual

Α
1. μεταφέρω κάποιον ή κάτι διά μέσου μιας περιοχής ή διαπεραιώνω κάποιον ή κάτι στο απέναντι μέρος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
2. βοηθώ στη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων.

Greek Monolingual

Α
1. μεταφέρω κάποιον ή κάτι διά μέσου μιας περιοχής ή διαπεραιώνω κάποιον ή κάτι στο απέναντι μέρος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
2. βοηθώ στη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων.

Greek Monotonic

συνδιαβιβάζω: μτβ. του συνδιαβαίνω, διαβιβάζω από κοινού απέναντι ή μέσα από, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαβῐβάζω: вместе переправлять, перевозить Xen., Plat.: τὴν στρατιάν τινι συνδιαβιβάσαι Plut. помочь кому-л. переправить армию.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διαβιβάζω mede laten oversteken; helpen om te laten oversteken, met acc.. ὑμᾶς... συνδιαβιβάζειν ἐμπειρίᾳ jullie door mijn ervaring helpen met oversteken Plat. Lg. 892e; Ἀλκέτου δὲ ἐδεήθησαν συνδιαβιβάσαι τούτους (ze stuurden een generaal met 600 man) en verzochten Alcetus om te helpen die te laten oversteken Xen. Hell. 6.2.10.