συγκαταβιβάζω: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκαταβῐβάζω''': παραπλανῶ, προσελκύω καὶ ἄγω μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], Πολύβ. 5. 70, 8. | |lstext='''συγκαταβῐβάζω''': παραπλανῶ, προσελκύω καὶ ἄγω μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], Πολύβ. 5. 70, 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A decoy or draw into action, Plb.5.70.8. II transfer accent to final syllable, A.D.Adv.173.11.
German (Pape)
[Seite 964] mit herabführen, Pol. 5, 70, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταβῐβάζω: παραπλανῶ, προσελκύω καὶ ἄγω μετ’ ἐμαυτοῦ, Πολύβ. 5. 70, 8.
Greek Monolingual
Α
1. παρασύρω, παραπλανώ
2. γραμμ. μεταφέρω τον τόνο στην τελευταία συλλαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταβιβάζω «κατεβάζω, μεταφέρω τον τόνο από την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα ή στη λήγουσα»].
Russian (Dvoretsky)
συγκαταβῐβάζω: заставлять спуститься вместе, сводить вниз или дальше (τινάς Polyb.).