σφαιρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σφαιρίζω:''' играть в мяч Plat., Plut.
|elrutext='''σφαιρίζω:''' играть в мяч Plat., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[play]] at [[ball]], Plat.
}}
}}

Revision as of 14:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιρίζω Medium diacritics: σφαιρίζω Low diacritics: σφαιρίζω Capitals: ΣΦΑΙΡΙΖΩ
Transliteration A: sphairízō Transliteration B: sphairizō Transliteration C: sfairizo Beta Code: sfairi/zw

English (LSJ)

Lacon. φαιρίδδω Hsch.:—

   A play at ball, Pl.Tht.146a, Damox.3.1, Cleanth.Stoic.1.135, Plu.Alex. 39, etc.    II Pass., gloss on τυμπανίζομαι, Hsch. s.v. ἐτυμπανίσθησαν.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· Λακων. φαιρίδδω, Ἡσύχ. Παίζω τὴν σφαῖραν, οἱ παῖδες οἱ σφαιρίζοντες Πλάτ. Θεαίτ. 146Α· νεανίας τις ἐσφαίριζεν εἷς Δαμόξενος ἐν Ἀδήλ. 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. Παθ., ῥίπτομαι καὶ κυλινδοῦμαι ὡς σφαῖρα, ἡ κεφαλὴ σὺν τῇ κόρυθι ἔξω τειχῶν πρὸς ἔδαφος ἐσφαιρίζετο Λέων Διάκον. 83D. 2) πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τυμπανίζομαι, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

jouer à la balle.
Étymologie: σφαῖρα.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και λακων. τ. φαιρίδδω Α σφαῑρα
παίζω σφαίρα, παίζω μπάλα («οἱ παῑδες οἱ σφαιρίζοντες», Πλάτ.)
αρχ.
παθ. σφαιρίζομαι
α) ρίχνομαι και κυλιέμαι σαν μπάλα
β) (κατά τον Ησύχ.) «ἐτυμπανίσθησαν, ἐκρεμάσθησαν, ἐσφαιρίσθησαν».

Greek Monotonic

σφαιρίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, παίζω με τη σφαίρα, παίζω τόπι, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιρίζω [σφαῖρα] balspelen.

Russian (Dvoretsky)

σφαιρίζω: играть в мяч Plat., Plut.

Middle Liddell

to play at ball, Plat.