φλεγυρός: Difference between revisions

From LSJ

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φλεγῠρός:''' огненный, пламенный ([[Μοῦσα]] Arph.).
|elrutext='''φλεγῠρός:''' огненный, пламенный ([[Μοῦσα]] Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φλεγῠρός, ή, όν [[φλέγω]]<br />[[burning]]: metaph. [[ardent]], Ar.
}}
}}

Revision as of 02:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεγῠρός Medium diacritics: φλεγυρός Low diacritics: φλεγυρός Capitals: ΦΛΕΓΥΡΟΣ
Transliteration A: phlegyrós Transliteration B: phlegyros Transliteration C: flegyros Beta Code: fleguro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A burning, inflamed, Hp. ap. Gal.19.152.    II metaph., hot, ardent, Μοῦσα Ar.Ach.665 (lyr.).    2 = ὑβριστικός, Hsch.; ψῆφος Cratin.57 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1291] 1) brennend, flammend, begeistert; φλεγυρὸν μένος πυρός Ar. Ach. 665; Cratin. bei Ath. VIII, 344 f. – 2) hell, leuchtend, dah. übertr., berühmt od. berüchtigt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φλεγῠρός: -ά, -όν, ὡς τὸ φλογερός, «φλεγυρόν, πυρῶδες, τὸ οἷον φλέγον» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 590. ΙΙ. μεταφ., θερμός, φλογερός, Μοῦσα Ἀριστοφ. Ἀχ. 665. 2) φλεγυρὰ ψῆφος βροτῶν, παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Δραπέτισιν» 1, φαίνεται σημαῖνον τὸ κοινὸν θέμα ὁμιλίας παρὰ πᾶσι, πρβλ. τὸ ἑπόμ. Β. 3.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 enflammé;
2 qui brûle, qui enflamme.
Étymologie: φλέγω.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. φλογερός
2. μτφ. α) θερμός, ενθουσιώδης
β) πιθ. περίφημος, ονομαστός
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑβριστικός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω (για τη μορφή φλεγυ- του θ. βλ. λ. φλέγω) + επίθημα -ρός (πρβλ. ψυχ-ρός)].

Greek Monotonic

φλεγῠρός: -ά, -όν (φλέγω), φλεγόμενος· μεταφ., φλογερός, διακαής, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φλεγῠρός: огненный, пламенный (Μοῦσα Arph.).

Middle Liddell

φλεγῠρός, ή, όν φλέγω
burning: metaph. ardent, Ar.