φρενώλης: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φρενώλης:''' потерявший рассудок, безумный Aesch.
|elrutext='''φρενώλης:''' потерявший рассудок, безумный Aesch.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φρεν-ώλης, ες [[ὄλλυμι]]<br />[[distraught]] in [[mind]], [[frenzied]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 02:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενώλης Medium diacritics: φρενώλης Low diacritics: φρενώλης Capitals: ΦΡΕΝΩΛΗΣ
Transliteration A: phrenṓlēs Transliteration B: phrenōlēs Transliteration C: frenolis Beta Code: frenw/lhs

English (LSJ)

ες,

   A distraught in mind, frenzied, A.Th. 757 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1305] ες, zerrüttetes Geistes, wahnsinnig, Aesch. Spt. 739.

Greek (Liddell-Scott)

φρενώλης: -ες, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὰς ἑαυτοῦ φρένας, παράφρων, Αἰσχύλ. Θήβ. 757. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a l’esprit perdu.
Étymologie: φρήν, ὄλλυμι.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) παράφρων, τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -ώλης (< ὄλλυμι «χάνω, καταστρέφω»), πρβλ. παν-ώλης. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

φρενώλης: -ες (ὄλλυμι), αυτός που έχασε το μυαλό του, παράφρων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φρενώλης: потерявший рассудок, безумный Aesch.

Middle Liddell

φρεν-ώλης, ες ὄλλυμι
distraught in mind, frenzied, Aesch.