χαρίσιος: Difference between revisions
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
(4b) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ον, ΜΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαρίσιον</i><br />[[δώρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χάρη]], [[ευχαριστήριος]] («Ζηνί τε καὶ Νεμέῃ τί χαρίσιον [[ἕδνον]] [[ὀφείλω]]», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ία, -ον, ΜΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαρίσιον</i><br />[[δώρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χάρη]], [[ευχαριστήριος]] («Ζηνί τε καὶ Νεμέῃ τί χαρίσιον [[ἕδνον]] [[ὀφείλω]]», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χαρίσιος]]<br />α) (συν. σε [[συνεκφορά]] με το <i>πλακοῡς</i>) [[είδος]] γλυκίσματος<br />β) [[θεός]] στον οποίο προσέφεραν το δεύτερο [[ποτήρι]] σε [[συμπόσιο]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χαρισία</i><br />(συν. σε [[συνεκφορά]] με το [[βοτάνη]]) [[είδος]] μαγικού βοτάνου<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χαρίσια</i><br />(ενν. <i>ιερά</i>) τα [[χαριτήσια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίσιος]], [[κατά]] το <i>ἀφροδ</i>-[[ίσιος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χᾰρίσιος:''' полный любви: χαρισία [[βοτάνη]] Arst. = [[χαρίσιον]]; ὁ χ. [[πλακοῦς]] Arph. любовный пирог (род печенья). | |elrutext='''χᾰρίσιος:''' полный любви: χαρισία [[βοτάνη]] Arst. = [[χαρίσιον]]; ὁ χ. [[πλακοῦς]] Arph. любовный пирог (род печенья). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 14 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], α, ον,
A of thanksgiving, ἕδνον Call.Fr.193. 2 free, χαρίσια free gifts, Dam.Isid.216. 3 χαρισία βοτάνη love-plant, used as a philtre, Arist.Mir.846b7, Ps.-Plu.Fluv.17.4. II χ. πλακοῦς, a sort of cake, Ar.Fr.202; πέττουσα τὸν χ. (sc. πλακοῦντα) Eub.2, cf. Ath.15.668c. III τὰ Χαρίσια (sc. ἱερά), = Χαριτήσια, Eust.1843.24.
German (Pape)
[Seite 1339] ὁ, eine Art Kuchen, Eubul. bei Ath. XV, 668 d, vgl. XIV, 646 c. zur χάρις gehörig, = χαριστήριος; Callim. frg. 193; χαρισία βοτάνη, Liebeskraut, Arist. mirab. 174; τὰ χαρίσια, sc. ἱερά = χαριτήσια.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρίσιος: [ῑ], -α, -ον, = χαριστήριος, ἔδνον Καλλ. Ἀποσπ. 193· χαρίσια, δηλ. δῶρα, Σουΐδ. 2) χαρισία βοτάνη, «ἐν ὄρει Ταϋγέτῳ γίνεσθαι βοτάνην καλουμένην χαρισίαν, ἣν γυναῖκες ἔαρος ἀρχομένου τοῖς τραχήλοις περιάπτουσι, καὶ ὑπὸ τῶν ἀνδρῶν συμπαθέστερον ἐρῶνται» Ἀριστ. π. Θαυμασ. 163. ΙΙ. χ. πλακοῦς, εἶδος πλακοῦντος, πέμψω πλακοῦντ’ εἰς ἑσπέραν χαρίσιον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 6· ἐξεπήδησ’ ἀρτίως πέττουσα τὸν χαρίσιον (ἐξυπ. πλακοῦντα) Εὔβουλος ἐν «Ἀγκυλίωνι» 2, πρβλ. Ἀθήν. 668D. III. τὰ Χαρίσια (ἐξυπακ. ἱερά), = Χαριτήσια, πρβλ. 1843. 25.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’on donne en signe de reconnaissance : τὸ χαρίσιον la plante d’amour, sorte de plante qui croissait sur le Taygète et dont les Lacédémoniennes usaient comme de philtre.
Étymologie: χάρις.
Greek Monolingual
-ία, -ον, ΜΑ
το ουδ. ως ουσ. τὸ χαρίσιον
δώρο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χάρη, ευχαριστήριος («Ζηνί τε καὶ Νεμέῃ τί χαρίσιον ἕδνον ὀφείλω», Καλλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαρίσιος
α) (συν. σε συνεκφορά με το πλακοῡς) είδος γλυκίσματος
β) θεός στον οποίο προσέφεραν το δεύτερο ποτήρι σε συμπόσιο
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαρισία
(συν. σε συνεκφορά με το βοτάνη) είδος μαγικού βοτάνου
4. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρίσια
(ενν. ιερά) τα χαριτήσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + κατάλ. -ίσιος, κατά το ἀφροδ-ίσιος].
Russian (Dvoretsky)
χᾰρίσιος: полный любви: χαρισία βοτάνη Arst. = χαρίσιον; ὁ χ. πλακοῦς Arph. любовный пирог (род печенья).