κίστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(nl)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kistos
|Transliteration C=kistos
|Beta Code=ki/stos
|Beta Code=ki/stos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[κίσθος]].</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[κίσθος]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:00, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίστος Medium diacritics: κίστος Low diacritics: κίστος Capitals: ΚΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kístos Transliteration B: kistos Transliteration C: kistos Beta Code: ki/stos

English (LSJ)

ὁ,    A v. κίσθος.

German (Pape)

[Seite 1443] ὁ, ein strauchartiges Gewächs mit rosenfarbener Blüthe, κίστος ἄῤῥην, u. mit weißer Blüthe, κίστος θῆλυς, Diosc.; auch κίσθος, s. oben.

Greek (Liddell-Scott)

κίστος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κίσθος.

Greek Monolingual

και κίσθος, ο (Α κίσθος και κίστος)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη βιολώδη και στην οικογένεια κιστίδες και που περιλαμβάνει 20 είδη θάμνων τα οποία είναι ιθαγενή τών χωρών της Μεσογείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσθος με απώλεια της δασύτητας].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίστος -ου, ὁ zie κίσθος.