πόκα: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(nl)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[πότε]].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br />[[παιχνίδι]] με χαρτιά που μοιάζει με το [[πόκερ]], με τη [[διαφορά]] ότι ενώ σε αυτό όλα τα φύλλα δίνονται [[κλειστά]], στην [[πόκα]] δίνεται μόνο το πρώτο κλειστό και τα υπόλοιπα ανοιχτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>poker</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[πότε]].<br /> <b>(II)</b><br />η, Ν<br />[[παιχνίδι]] με χαρτιά που μοιάζει με το [[πόκερ]], με τη [[διαφορά]] ότι ενώ σε αυτό όλα τα φύλλα δίνονται [[κλειστά]], στην [[πόκα]] δίνεται μόνο το πρώτο κλειστό και τα υπόλοιπα ανοιχτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>poker</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόκα Medium diacritics: πόκα Low diacritics: πόκα Capitals: ΠΟΚΑ
Transliteration A: póka Transliteration B: poka Transliteration C: poka Beta Code: po/ka

English (LSJ)

ποκά [ᾰ], Dor. for πότε, ποτέ (qq.v.).

German (Pape)

[Seite 653] u. ποκά, dor. statt πότε u. ποτέ, u. eben so durch die ganze verwandte Reihe : ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.

Greek (Liddell-Scott)

πόκα: ἢ ποκὰ [ᾰ], Δώρ. ἀντὶ τοῦ πότε καὶ ποτέ· οὕτω δὲ καὶ τὰ ὅμοια, ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.

French (Bailly abrégé)

dor. c. πότε.

Greek Monolingual

(I)
Α
(δωρ. τ.) βλ. πότε.
(II)
η, Ν
παιχνίδι με χαρτιά που μοιάζει με το πόκερ, με τη διαφορά ότι ενώ σε αυτό όλα τα φύλλα δίνονται κλειστά, στην πόκα δίνεται μόνο το πρώτο κλειστό και τα υπόλοιπα ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. poker].

Greek Monotonic

πόκα: ή ποκά[ᾰ], Δωρ. αντί πότε και ποτέ.

Russian (Dvoretsky)

πόκα: adv. дор. = πότε.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόκα Dor. voor πότε.