προτίμησις: Difference between revisions
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προτίμησις -εως, ἡ [προτιμάω] voorkeur. | |elnltext=προτίμησις -εως, ἡ [προτιμάω] voorkeur. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[προτί]]¯μησις, εως, [from προτῑμάω]<br />an honouring [[before]] others, [[preference]], Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 10 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A honouring before or above others, preference, Th. 3.82: pl., Poll.8.140; assigning a higher value to, τῶν αὐτῶν ἡ π. καὶ ἡ αἵρεσις Plot.6.7.20; κατὰ προτίμησιν in order of importance, τὸ κ. π. σχῆμα (sc. μάλιστα μέν . . κτλ.) Hermog.Id.1.11. (Dor. προτίμᾱσις is dub. in SIG943.13 (Cos, iii B.C.).)
German (Pape)
[Seite 793] ἡ, das Ehren oder Schätzen vor Andern, Thuc. 1, 32. 3, 82.
Greek (Liddell-Scott)
προτίμησις: [ῑ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ προτιμᾶν, ἀριστοκρατίας προτίμησις Θουκ. 3. 82· ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. Η΄, 140· κατὰ προτίμησιν Ρήτορες (Walz) 3. 708.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
prédilection, préférence pour, gén..
Étymologie: προτιμάω.
Greek Monotonic
προτίμησις: [ῑ], ἡ, τιμή, σεβασμός (σε κάποιον) περισσότερο απ' ότι στους άλλους, προτίμηση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
προτίμησις: εως (τῑ) ἡ предпочтение: ἰσονομίας πολιτικῆς προτιμήσει Thuc. в силу склонности к политическому равноправию; κατὰ προτίμησιν рит. в порядке (возрастающей или убывающей) важности.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προτίμησις -εως, ἡ [προτιμάω] voorkeur.
Middle Liddell
προτί¯μησις, εως, [from προτῑμάω]
an honouring before others, preference, Thuc.