συμπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=voler ensemble <i>ou</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πέτομαι]].
|btext=voler ensemble <i>ou</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πέτομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[πέτομαι]]<br />[[πετώ]] [[μαζί]] με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπέτομαι Medium diacritics: συμπέτομαι Low diacritics: συμπέτομαι Capitals: ΣΥΜΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: sympétomai Transliteration B: sympetomai Transliteration C: sympetomai Beta Code: sumpe/tomai

English (LSJ)

   A fly with or together, Luc.Musc.Enc.6, Ael.NA2.48; νεβροῖς Philostr.Im.2.2.

German (Pape)

[Seite 987] (s. πέτομαι), dep. med., mit, zugleich, zusammen fliegen, Luc. musc. enc. 6.

Greek (Liddell-Scott)

συμπέτομαι: ἀποθ., πέτομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 6, Αἰλ. π. Ζ. 2. 48, Φιλοστρ. Εἰκόνες σ. 812 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

voler ensemble ou avec.
Étymologie: σύν, πέτομαι.

Greek Monolingual

Α πέτομαι
πετώ μαζί με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

συμπέτομαι: αποθ., πετώ με κάποιον ή ομαδικά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμπέτομαι: лететь одновременно или вместе Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πέτομαι samen vliegen.