τριπλασιάζω: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τριπλασιάζω [τριπλάσιος] alleen pass. verdrievoudigd worden. | |elnltext=τριπλασιάζω [τριπλάσιος] alleen pass. verdrievoudigd worden. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρῐπλᾰσιάζω, fut. -σω<br />to [[triple]], [[take]] [[three]] times, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:55, 10 January 2019
English (LSJ)
A to triple, take three times, Apollod.2.4.8, Plu.2.1028b, Dam.Pr.98:—Pass., Plu.Arist.24:—hence τριπλᾰσῐ-ασμός, ὁ, a tripling, Id.2.1028c (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπλᾰσιάζω: ὡς καὶ νῦν, πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, ποιῶ τριπλάσιον, Πλούτ. 2. 1028Β - ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστείδῃ 24· - ἐντεῦθεν τρῐπλᾰσιασμός, ὁ, τὸ τριπλασιάζειν, ὁ αὐτ. 2. 1028C.
French (Bailly abrégé)
tripler.
Étymologie: τριπλάσιος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ τριπλάσιος
πολλαπλασιάζω κάτι επί τρία, καθιστώ κάτι τρεις φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο («α. τριπλασιάστηκε το έλλειμμα του προϋπολογισμού» β. «Ζεὺς... τὴν μίαν τριπλασιάσας νύκτα», Απολλόδ.).
Greek Monotonic
τρῐπλᾰσιάζω: μέλ. τριπλασιάσω, πολλαπλασιάζω επί τρία, κάνω τριπλάσιο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
τριπλᾰσιάζω: утраивать Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριπλασιάζω [τριπλάσιος] alleen pass. verdrievoudigd worden.