συνείργνυμι: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συνείργνυμι en συνείργω zie συνέργω. | |elnltext=συνείργνυμι en συνείργω zie συνέργω. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[συνέργω]], Plut.] | |||
}} | }} |
Revision as of 01:30, 10 January 2019
English (LSJ)
A = συνέργω, Plu.Rom.5:—Pass., ἐς θάλαμον Id.Alex. 2; ἐν δεσμῷ Id.2.493d, cf. Crass.8.
German (Pape)
[Seite 1011] u. συνειργνύω, = συνείργω, Sp., wie Plut. conj. praec. A.
French (Bailly abrégé)
c. συνέργω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. συνέργω.
Greek Monotonic
συνείργνῡμι: = συνέργω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συνείργνῡμι: 1) заключать, запирать вместе (εἰς θάλαμόν τινα, ἐν δεσμῷ συνειργμένος Plut.);
2) соединять, сочетать (τινί Plut.): οἱ συνειργνύμενοι Plut. новобрачные.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνείργνυμι en συνείργω zie συνέργω.
Middle Liddell
= συνέργω, Plut.]