μίνθος: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
(2) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μίνθος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μίνθη]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[μίνθος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μίνθη]].<br /> <b>(II)</b><br />[[μίνθος]], ὁ, και [[μίνθα]], ἡ (Α)<br />ανθρώπινη [[κόπρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μίνθος]] με [[επίθημα]] -<i>θος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]]) ίσως σχηματίστηκε από τη λ. [[μίνθη]] «[[μέντα]]» κατ' ευφημισμόν (<b>[[πρβλ]].</b> τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[μίνθα]]<br />τὸ ἡδύοσμον καί ἀνθρωπεία [[κόπρος]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για πελασγικό [[δάνειο]], ενώ κατ' άλλους η λ. έχει ΙΕ [[ρίζα]] και συνδέεται ή με [[σμυρίζω]] και [[μύδος]] «[[σήψη]],[[υγρασία]]» (ΙΕ [[ρίζα]] <i>smu</i>-) ή με <i>μι</i>(<i>F</i>)[[αίνω]], <i>μι</i>(<i>F</i>)<i>φαρός</i> (ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>mi</i>-<i>u</i>-)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A human ordure, Mnesim.4.63.
German (Pape)
[Seite 188] ὁ, Menschenkoth, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μίνθος: ὁ, ἢ μίνθα, ἡ, «ἀνθρωπεία κόπρος» Ἡσύχ. ἐν λέξ. μίνθα, «ἡ ἀνθρωπίνη κόπρος μίνθος» Σουΐδ. ἐν λέξ. μινθώσομεν.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
excrément.
Étymologie: DELG pê de μίνθη, par antiphrase.
2ου (ἡ) :
menthe, plante aromatique.
Étymologie: DELG emprunt à une langue de substrat.
Greek Monolingual
(I)
μίνθος, ἡ (Α)
βλ. μίνθη.
(II)
μίνθος, ὁ, και μίνθα, ἡ (Α)
ανθρώπινη κόπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίνθος με επίθημα -θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος) ίσως σχηματίστηκε από τη λ. μίνθη «μέντα» κατ' ευφημισμόν (πρβλ. τη γλώσσα του Ησυχίου «μίνθα
τὸ ἡδύοσμον καί ἀνθρωπεία κόπρος»). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για πελασγικό δάνειο, ενώ κατ' άλλους η λ. έχει ΙΕ ρίζα και συνδέεται ή με σμυρίζω και μύδος «σήψη,υγρασία» (ΙΕ ρίζα smu-) ή με μι(F)αίνω, μι(F)φαρός (ΙΕ ρίζα (s)mi-u-)].
Greek Monotonic
μίνθος: ὁ, ανθρώπινο περίττωμα.
Russian (Dvoretsky)
μίνθος: ἡ бот. мята Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: human ordure (Mnesim. Com.),
Derivatives: -όω stain with h. o. (Ar.), metaph. renounce utterly, abominate (hell., com.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like ὄνθος, σπέλεθος a.o. (Chantraine Form. 369), further unclear. IE etymology (by Persson Stud. 155) referred by Bq; s. also WP. 2, 685. Also μιαρός, μιαίνω have been connected (H. Petersson Heteroklisie 180, Carnoy Ant. class. 24, 20). Perh. Pre-Greek.