σκάλοψ: Difference between revisions
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(2b) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=See also: s. [[σκόλοψ]]. | |etymtx=See also: s. [[σκόλοψ]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σκάλοψ]], οπος, [[σκάλλω]]<br />the [[digger]], i. e. the [[mole]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:05, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], οπος, ὁ,= σπάλαξ, Ar.Ach.879: Phot. cites σκάλωψ (σκάλοψ?) from Cratin.93.
German (Pape)
[Seite 888] οπος, ὁ, der Maulwurf, eigtl. der Schaufler, Gräber (σκάλλω); Ar. Ach. 844, Schol. σπάλακες; Cratin. bei Phot.
Greek (Liddell-Scott)
σκάλοψ: -οπος, ὁ, (ἴδε σκάλλω), δηλ. ὁ ἀσπάλαξ, «ζῷον γεωρύχον, τυφλὸν» Ἡσύχ., (Ἀρχ. Ἀγγλ. mould warp, ὁ ἀνασκάπτων γῆν, ἐπισωρεύων χῶμα), Ἀριστοφ. Ἀχ. 879· πρβλ. σπάλαξ· ὁ Φώτ. μνημονεύει τύπον σκάλωψ (σκάλοψ;) ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν «Κλεοβουλίνῃ» 6.
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ) :
taupe, litt. « l’animal fouisseur ».
Étymologie: σκάλλω.
Greek Monolingual
-οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α
(λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω με επίθημα -οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύ-οψ, έπ-οψ)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκάλοψ -οπος, ὁ [σκάλλω] mol (dier).
Russian (Dvoretsky)
σκάλοψ: οπος (ᾰ) ὁ крот Arph.
Frisk Etymological English
See also: s. σκόλοψ.