κολῳάω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
m (Text replacement - "|" to "|")
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κολῳάω''': (κολῳὸς) [[ἐρίζω]] μεγαλοφώνως, «μαλλώνω», ποιῶ θόρυβον, [[ὀνειδίζω]], Ἰλ. Β. 212˙ Ἰων. κολῳέω, Ἀντίμαχος παρ’ Εὐσταθ. 205, 6. (Διάφορον τοῦ [[κολοιάω]]).
|lstext='''κολῳάω''': (κολῳὸς) [[ἐρίζω]] μεγαλοφώνως, «μαλλώνω», ποιῶ θόρυβον, [[ὀνειδίζω]], Ἰλ. Β. 212· Ἰων. κολῳέω, Ἀντίμαχος παρ’ Εὐσταθ. 205, 6. (Διάφορον τοῦ [[κολοιάω]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολῳάω Medium diacritics: κολῳάω Low diacritics: κολωάω Capitals: ΚΟΛΩΑΩ
Transliteration A: kolōiáō Transliteration B: kolōaō Transliteration C: koloao Beta Code: kolw|a/w

English (LSJ)

(κολῳός)

   A brawl, scold, Il.2.212; Ion. κολῳέω Antim.37.

German (Pape)

[Seite 1476] lärmen, schelten, Il. 2, 212, vom Thersites; s. Buttmann Lexil. I p. 158 ff. – Vgl. κολῳός u. κολοιάω.

Greek (Liddell-Scott)

κολῳάω: (κολῳὸς) ἐρίζω μεγαλοφώνως, «μαλλώνω», ποιῶ θόρυβον, ὀνειδίζω, Ἰλ. Β. 212· Ἰων. κολῳέω, Ἀντίμαχος παρ’ Εὐσταθ. 205, 6. (Διάφορον τοῦ κολοιάω).

French (Bailly abrégé)

-ῳῶ;
pousser un cri rauque.
Étymologie: κολοιός.

English (Autenrieth)

(κολῳός), ipf. ἑκολῴᾶ: bawl, Il. 2.212†.

Greek Monotonic

κολῳάω: (κολῳός), διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, κατσαδιάζω, αποπαίρνω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κολῳάω: кричать, орать (Θερσίτης ἐκολῴα Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολῳάω [κολοιός] kraaien, schetteren.