αὐτομαθής: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "˙" to "·") |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αὐτομᾰθής:''' обучающийся сам, самоучка (Plut.; ὀρχησμῶν αὐ. Anth.). | |elrutext='''αὐτομᾰθής:''' обучающийся сам, самоучка (Plut.; ὀρχησμῶν αὐ. Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μαθεῖν]]<br />having learnt of [[oneself]], [[self]]- taught, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A having learnt of oneself, Ph.1.35, al., Plu.2.992a; τινός self-taught, of persons, in a thing, AP6.218 (Alc.); of that which is learnt, ἐπιστήμη Ph.1.164; spontaneous, συγγένειαν εἶναι μούσαις αὐτομαθῆ Phld.Po.2.47. Adv. -θῶς Philostr.VS1.15.2, Ph.1.62.
German (Pape)
[Seite 398] ές, für sich, ohne Anweisung gelernt habend, τινός Alc. Mess. 8 (VI, 218); Plut. Gryll. 9.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτομᾰθής: -ές, ἀφ’ ἑαυτοῦ μαθών, αὐτοδίδακτος, Πλούτ. 2. 992 Α· μ. γεν., τὸν ὀρχησμῶν αὐτομαθῆ Κυβέλης Ἀνθ. Π. 6. 218. - Ἐπίρρ. -θῶς Φιλόστρ. 498.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s’est instruit par lui-même.
Étymologie: αὐτός, μανθάνω.
Spanish (DGE)
(αὐτομᾰθής) -ές
I 1de cosas o abstr. que ha sido aprendido por sí mismo ἡ τῶν θηρίων φρόνησις Plu.2.992a, ἐπιστήμη Ph.1.164, συγγένεια ... Μούσαις Phld.Po.B.25.3.19.
2 de pers. y anim. que ha aprendido por sí mismo ἐκεῖνος Ph.1.35, de Palamedes, Philostr.Her.41.1, ref. a una enseñanza divina θῆρα, τῶν ὀρχησμῶν αὐτομαθῆ Κυβέλης fiera que ha aprendido por sí misma las danzas de Cíbele, AP 6.218.
II adv. -ῶς de forma natural γενέσθαι ... αὐ. σοφόν Philostr.VS 498, ἔχειν τὴν ἀρετὴν αὐ. Ph.1.62.
Greek Monolingual
αὐτομαθής, -ές (Α)
αυτοδίδακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -μαθής < μάθος < μανθάνω.
Greek Monotonic
αὐτομᾰθής: -ές (μαθεῖν), αυτός που έχει μάθει από μόνος του, αυτοδίδακτος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτομᾰθής: обучающийся сам, самоучка (Plut.; ὀρχησμῶν αὐ. Anth.).