εὔτρεπτος: Difference between revisions
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
m (Text replacement - "˙" to "·") |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὔτρεπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> непостоянный, изменчивый, неустойчивый (τὰ ἐπὶ γῆς Arst.; [[ἀήρ]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> наклонный, склонный (πρὸς μεταβολάς Plut.). | |elrutext='''εὔτρεπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> непостоянный, изменчивый, неустойчивый (τὰ ἐπὶ γῆς Arst.; [[ἀήρ]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> наклонный, склонный (πρὸς μεταβολάς Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὔ-τρεπτος, ον [[τρέπω]]<br />[[easily]] changing, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A easily changing, Arist.Mu.400a23, Plu.Mar.21; ζωή Man.4.532; ὕδατα Plu.2.912b. 2 Medic., of diseases, mild, Gal.15.590; but εὔ. ἐς συγκοπήν easily turning to... Aret.CA 1.1. b of the skin, sensitive, Menemach. ap. Orib.10.15.3. 3 ready, inclined, τὸ εὔ. πρὸς μεταβολάς Plu.2.978f. 4 versatile, Poll.6.121, cj. in Man.4.86. 5 Adv. -τως v.l. for εὐτρεπῶς, J. Vit.61.
German (Pape)
[Seite 1103] leicht zu drehen, veränderlich, Arist. u. Sp.; τὸν ἀέρα συνίστησιν εὔτρεπτον ὄντα καὶ ῥᾴδιον μεταβάλλειν Plut. Mar. 21; πρὸς μεταβολάς, geneigt zu Veränderungen, sol. an. 27; dah. auch = leicht in Fäulniß übergehend, qu. nat. 2. Vom Pferde, Poll. 1, 195.
Greek (Liddell-Scott)
εὔτρεπτος: -ον, εὐκόλως τρεπόμενος, μεταβαλλόμενος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Πλουτ. Μάρ. 21· τὸ εὔτρεπτον ὁ αὐτ. 2. 912Β· ἐπὶ νοσημάτων, ἤπιος, Γαλην. 15. 590. 2) ἕτοιμος, πρόθυμος, ἐπιρρεπής, εὔτρεπτος πρὸς μεταβολάς, εὐμετάβολος, αὐτόθι 978F, Πολυδ. Ϛ΄, 121.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on fait tourner facilement, versatile, changeant ; τὸ εὔτρεπτον PLUT caractère mobile ou inconstant;
2 enclin : πρός τι à qch.
Étymologie: εὖ, τρέπω.
Greek Monolingual
εὔτρεπτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που αλλοιώνεται εύκολα
2. (για νόσους) ήπιος, μαλακός
3. (για δέρμα) ευαίσθητος
4. εύκολος, πρόθυμος για κάτι
5. ασταθής, εύστροφος, ευμετάβολος.
επίρρ...
εὐτρέπτως (Α)
ευτρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρεπτός (< τρέπω)].
Greek Monotonic
εὔτρεπτος: -ον (τρέπω), αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, ευμετάβλητος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
εὔτρεπτος:
1) непостоянный, изменчивый, неустойчивый (τὰ ἐπὶ γῆς Arst.; ἀήρ Plut.);
2) наклонный, склонный (πρὸς μεταβολάς Plut.).