μόριος: Difference between revisions
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μόριος:''' Anth. = [[μόρσιμος]]. | |elrutext='''μόριος:''' Anth. = [[μόρσιμος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μόριος]], η, ον<br /><b class="num">I.</b> = [[μόρσιμος]], anth.<br /><b class="num">II.</b> v. [[μορίαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A of burial, γῆ AP7.477 (Tymn.).
German (Pape)
[Seite 207] vom Schicksal bestimmt, verhängt, fatalis, εἰ μὴ πρὸς Νείλῳ γῆς μορίης ἔτυχες, Grad, Tymn. 5 (VII, 477). Vgl. μόρσιμος u. μοιρίδιος. Ζεύς, der Beschützer der heiligen Oelbäume, μορίαι, Soph. O. C. 710, vgl. Schol. dazu u. zu Ar. Nub. 1001.
Greek (Liddell-Scott)
μόριος: -α, -ον, = μόριμος, μόρσιμος, Ἀνθ. Π. 7. 477. - Περὶ τοῦ: Ζεὺς Μόριος, ἴδε ἐν λέξ. μορία.
Greek Monolingual
(I)
μόριος, ὁ (Α) μόρια
προσωνυμία του Διός ως προστάτη και φύλακα τών ιερών ελαιών της Αθήνας.
(II)
μόριος, -α, -ον (Α) μόρος
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προορίζεται για ταφή («μορία γῆ», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «μόριος
ἄπληστος».
Greek Monotonic
μόριος: -α, -ον,
I. = μόρσιμος, σε Ανθ.
II. βλ. μορίαι.
Russian (Dvoretsky)
μόριος: Anth. = μόρσιμος.