σύγχρους: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(1b)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=σύγχρους
|Medium diacritics=σύγχρους
|Low diacritics=σύγχρους
|Capitals=ΣΥΓΧΡΟΥΣ
|Transliteration A=sýnchrous
|Transliteration B=synchrous
|Transliteration C=synchrous
|Beta Code=su/gxrous
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[σύγχροος]].
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύγχροος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύγχροος]].

Revision as of 11:07, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγχρους Medium diacritics: σύγχρους Low diacritics: σύγχρους Capitals: ΣΥΓΧΡΟΥΣ
Transliteration A: sýnchrous Transliteration B: synchrous Transliteration C: synchrous Beta Code: su/gxrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for σύγχροος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. σύγχροος.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οον, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρους /-χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά-χρους].

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οον, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρους /-χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά-χρους].

Middle Liddell

σύγ-χρους, ουν, χρόα
of like colour or look, Polyb.