σύγχρους: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(1b) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=σύγχρους | |||
|Medium diacritics=σύγχρους | |||
|Low diacritics=σύγχρους | |||
|Capitals=ΣΥΓΧΡΟΥΣ | |||
|Transliteration A=sýnchrous | |||
|Transliteration B=synchrous | |||
|Transliteration C=synchrous | |||
|Beta Code=su/gxrous | |||
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[σύγχροος]]. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύγχροος]]. | |btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύγχροος]]. |
Revision as of 11:07, 31 January 2021
English (LSJ)
-ουν, contr. for σύγχροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. σύγχροος.
Greek Monolingual
-ουν και -οος, -οον, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρους /-χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά-χρους].
Greek Monolingual
-ουν και -οος, -οον, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρους /-χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά-χρους].