πιδακώδης: Difference between revisions
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πιδακώδης -ες [πῖδαξ] rijk aan bronnen. | |elnltext=πιδακώδης -ες [πῖδαξ] rijk aan bronnen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πῑδᾰκ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[full]] of springs, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ες,
A full of springs, τόποι Plu.Aem.14 ; π. σάρξ, of a woman's breasts, Id.2.496a.
German (Pape)
[Seite 612] ες, quellenreich; τόποι, Plut. Aemil. 14; σάρξ, das quellige, an Saftgefäßen reiche Fleisch der Brust, de amor. prol. 3.
Greek (Liddell-Scott)
πῑδᾰκώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης πιδάκων ἢ πηγῶν, τόποι Πλουτ. Αἰμίλ. 14· π. σάρξ, ἐπὶ τῶν μαστῶν γυναικός, ὁ αὐτ. 2. 496Α.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 rempli de sources;
2 fécond, fertile.
Étymologie: πῖδαξ, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες, Α
[[πίδαξ, -ακος]]
1. πιδακόεις, γεμάτος από πηγές («πιδακώδεις τόποι τῆς γῆς», Πλούτ.)
2. φρ. «πιδακώδης σάρξ»
(για τους μαστούς της γυναίκας) σάρκα που αναβλύζει το γάλα σαν πηγή (Πλούτ.).
Greek Monotonic
πῑδᾰκώδης: -ες (εἶδος), αυτός που είναι γεμάτος με πίδακες ή πηγές, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πῑδᾰκώδης:
1) богатый источниками, многоводный (τόποι τῆς γῆς Plut.);
2) богатый влагой, сочный (σάρξ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιδακώδης -ες [πῖδαξ] rijk aan bronnen.