πιστευτικός: Difference between revisions
ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πιστευτικός -ή -όν [πιστεύω] geneigd tot vertrouwen; Aristot. Rh. 1372b29; adv. πιστευτικῶς vol vertrouwen:. πιστευτικῶς ἔχων τῷ σώματι vol vertrouwen op zijn lichaamskracht Plat. HpMi 364a. geloof opwekkend. Plat. Grg. 455a. | |elnltext=πιστευτικός -ή -όν [πιστεύω] geneigd tot vertrouwen; Aristot. Rh. 1372b29; adv. πιστευτικῶς vol vertrouwen:. πιστευτικῶς ἔχων τῷ σώματι vol vertrouwen op zijn lichaamskracht Plat. HpMi 364a. geloof opwekkend. Plat. Grg. 455a. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πιστευτικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> disposed to [[trust]], [[confiding]], Arist.: —adv., πιστευτικῶς ἔχειν τινί to rely [[upon]] one, Plat.<br /><b class="num">II.</b> creating [[belief]], Plat. [from [[πιστεύω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to trust, confiding, Arist.Rh.1372b29 ; τὸ -κόν M.Ant.1.14. Adv. -κῶς, ἔχειν τινί rely upon... Pl.Hp.Mi.364a, cf. Iamb. VP28.138. II creating belief, πειθὼ π. Pl.Grg.455a, cf.Aristid.2.47 J.
German (Pape)
[Seite 620] zum Glauben, Trauen gehörig, geschickt, geneigt, πιστευτικῶς ἔχειν τινί, worauf vertrauen, Plat. Hipp. min. 364 a; auch = Glauben erweckend, πειθώ, Gorg. 455 a.
Greek (Liddell-Scott)
πιστευτικός: -ή, -όν, ὁ εὐκόλως ἢ προθύμως πιστεύων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 19· τὸ πιστευτικὸν Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 14. ― Ἐπίρρ., πιστευτικῶς ἔχειν τινὶ Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 364Α. ΙΙ. πρόξενος πίστεως, ἡ ῥητορική... πειθοῦς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 455Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
confiant, crédule ; τὸ πιστευτικόν confiance.
Étymologie: πιστεύω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πιστεύω
1. αυτός που δείχνει εμπιστοσύνη σε κάποιον, εύπιστος
2. αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῡς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς», Πλάτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πιστευτικόν
το να δείχνει κανείς εμπιστοσύνη («τὸ εὔελπι καὶ τὸ πιστευτικὸν περὶ τοῡ ὑπὸ τῶν φίλων φιλεῑσθαι», Μ. Αυρ.).
επίρρ...
πιστευτικῶς ΜΑ
1. με εμπιστοσύνη
αρχ.
1. με τρόπο που εμπνέει εμπιστοσύνη («πιθανῶς καὶ πιστευτικῶς», Iουστ.)
2. φρ. «πιστευτικῶς ἔχω τινί» — έχω εμπιστοσύνη, στηρίζομαι σε κάποιον.
Greek Monotonic
πιστευτικός: -ή, -όν,
I. αυτός που πιστεύει εύκολα, εύπιστος, σε Αριστ.· επίρρ., πιστευτικῶς ἔχειν τινί, στηρίζομαι πάνω σε κάποιον, σε Πλάτ.
II. αυτός που δημιουργεί πίστη, προξενεί πίστη, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
πιστευτικός:
1) внушающий доверие, убедительный (πειθώ Plat.);
2) доверчивый Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιστευτικός -ή -όν [πιστεύω] geneigd tot vertrouwen; Aristot. Rh. 1372b29; adv. πιστευτικῶς vol vertrouwen:. πιστευτικῶς ἔχων τῷ σώματι vol vertrouwen op zijn lichaamskracht Plat. HpMi 364a. geloof opwekkend. Plat. Grg. 455a.
Middle Liddell
πιστευτικός, ή, όν
I. disposed to trust, confiding, Arist.: —adv., πιστευτικῶς ἔχειν τινί to rely upon one, Plat.
II. creating belief, Plat. [from πιστεύω