σκηπτός: Difference between revisions
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(1b) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[σκήπτω]]<br /><b>1.</b> [[κεραυνός]] («βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῑν εἰς τὴν οἰκίαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[καταιγίδα]]<br />β) [[ανεμοστρόβιλος]]<br />γ) πολεμική [[επιδρομή]] ( | |mltxt=ὁ, Α [[σκήπτω]]<br /><b>1.</b> [[κεραυνός]] («βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῑν εἰς τὴν οἰκίαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[καταιγίδα]]<br />β) [[ανεμοστρόβιλος]]<br />γ) πολεμική [[επιδρομή]] («σκηπτοῦ 'πιόντος πολεμίων», <b>Ευρ.</b>)<br />δ) [[είδος]] παρασίτου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «σκηπτὸς λοιμοῡ» — [[λοιμός]] που ενσκήπτει αιφνίδια<br />β) «σκηπτὸς [[πόθος]]» — [[κεραυνοβόλος]] [[πόθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:02, 15 February 2019
English (LSJ)
ὁ, (σκήπτω)
A thunderbolt (σκηπτοὶ [λέγονται τῶν κεραυνῶν] ὅσοι κατασκήπτουσιν εἰς τὴν γῆν Arist.Mu.395a28), X.An.3.1.11; τάρβος . . ὡς ἀπὸ σ. Aret.SD1.6: metaph. also of a dust-storm, S.Ant.418; hurricane, D.18.194, Jul.Or.1.35b; λοιμοῦ σ. A.Pers. 715 (troch.); of war, E.Andr.1046 (lyr.), Rh.674; καλοῦσί μ' οἱ νεώτεροι . . σκηπτόν, says a parasite, Antiph.195.11; σ. πόθος falling like a thunderbolt, Aspasia ap.Ath.5.219e.
German (Pape)
[Seite 896] ὁ, ein plötzlich mit großer Gewalt von oben herunterfahrender Sturmwind, gew. mit Donner u. Blitz verbunden; τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, Soph. Ant. 414; Phot. erkl. κεραυνὸς ἄνωθεν διάπυρος, Arist. de mundo 4 κατασκῆψαν εἰς τὴν γῆν (κεραυνός, πρηστήρ, τυφών) σκηπτὸς ὀνομάζεται, also der einschlagende Blitz; so βροντῆς γενομένης σκηπ τὸς πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν, Xen. An. 3, 1, 11; καταιβάτης, Lycophr. 382; – übertr., λοιμοῦ τις ἦλθε σκηπτὸς ἢ στάσις πόλει, Aesch. Pers. 701; vom Kriege, σκηπτοῦ 'πιόντος πολεμίων, Eur. Rhes. 674, vgl. Androm. 1047; εἰ δ' ὁ συμβὰς σκηπτὸς μὴ μόνον ἡμῶν, ἀλλὰ καὶ πάντων τῶν Ἑλλήνων μείζων γέγονε, Dem. 18, 194, also übh. jedes plötzlich hereinbrechende Unglück.
Greek (Liddell-Scott)
σκηπτός: ὁ, (σκήπτω) κεραυνός, (σκηπτοὶ λέγονται τῶν κεραυνῶν ὅσοι κατασκήπτουσιν εἴς τι Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 20) Σοφ. Ἀντ. 418, Ξεν. Ἀν. 1, 11· οἷα σκ. ἐμπίπτων Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6· ― μεταφορ., λοιμοῦ σκ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 715, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 28· ἐπὶ πολέμου, Εὐρ. Ἀνδρ. 1047, πρβλ. Ρῆσ. 674, Δημ 292. 28· καλοῦσί μ᾿ οἱ νεώτεροι .. σκηπτόν, λέγει παράσιτός τις, Ἀντιφάν. ἐν «Προγόνοις» 1. 10· σκ. πόθος, ἐμπίπτων ὡς κεραυνός, Ἡρόδικ. παρ᾿ Ἀθην. 219Ε. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «σκηπτός· κεραυνὸς ἄνωθεν διάπυρος».
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 orage soudain et violent, coup de foudre avec ou sans éclair;
2 fig. fléau, coup imprévu.
Étymologie: σκήπτω.
Greek Monolingual
ὁ, Α σκήπτω
1. κεραυνός («βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῑν εἰς τὴν οἰκίαν», Ξεν.)
2. μτφ. α) καταιγίδα
β) ανεμοστρόβιλος
γ) πολεμική επιδρομή («σκηπτοῦ 'πιόντος πολεμίων», Ευρ.)
δ) είδος παρασίτου
3. φρ. α) «σκηπτὸς λοιμοῡ» — λοιμός που ενσκήπτει αιφνίδια
β) «σκηπτὸς πόθος» — κεραυνοβόλος πόθος.
Greek Monotonic
σκηπτός: ὁ (σκήπτω), ξαφνικός· ο κεραυνός που πέφτει, σε Σοφ., Ξεν.· μεταφ., λέγεται για την πανούκλα (συμφορά που πέφτει ξαφνικά), σε Αισχύλ.· λέγεται για τον πόλεμο, σε Ευρ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
σκηπτός: ὁ
1) удар молнии (ἔδοξεν σ. πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν Xen.);
2) ураган, вихрь, смерч (χθονὸς τυφὼς ἀείρας σκηπτόν Soph.);
3) перен. гроза, неожиданное бедствие: λοιμοῦ σ. Aesch. моровое поветрие; σ. πολεμίων Eur. внезапно нахлынувший враг.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκηπτός -οῦ, ὁ [σκήπτω] inslaande bliksem; uitbr. stormwind; overdr. (plotselinge) aanval:. λοιμοῦ... σκηπτός een aanval van de pest Aeschl. Pers. 715.
Middle Liddell
σκηπτός, οῦ, ὁ, σκήπτω
a thunder-bolt, Soph., Xen.:— metaph. of pestilence, Aesch.; of war, Eur., Dem.