βιβλιοκάπηλος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(nl) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[βιβλιοκάπηλος]] -ου, ὁ [[βύβλος]], [[κάπηλος]] boekverkoper. | |elnltext=[[βιβλιοκάπηλος]] -ου, ὁ [[βύβλος]], [[κάπηλος]] boekverkoper. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=a [[dealer]] in books, Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 9 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A dealer in books, Luc.Ind.4,24.
German (Pape)
[Seite 444] ὁ, Bücherkrämer, Luc. adv. ind. 4.
Greek (Liddell-Scott)
βιβλιοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, ἔμπορος βιβλίων, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 4. 24.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
libraire.
Étymologie: βιβλίον, κάπηλος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ librero Luc.Ind.4, 24.
Greek Monolingual
ο (Α βιβλιοκάπηλος)
νεοελλ.
αυτός που ασκεί βιβλιοκαπηλεία
αρχ.
έμπορος βιβλίων, βιβλιοπώλης.
Greek Monotonic
βιβλιοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, έμπορος βιβλίων, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
βιβλιοκάπηλος: ὁ Luc. = βιβλιοπώλης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιβλιοκάπηλος -ου, ὁ βύβλος, κάπηλος boekverkoper.
Middle Liddell
a dealer in books, Luc.