ἐπαυχένιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(1ab)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἐπαυχένιος
|Medium diacritics=ἐπαυχένιος
|Low diacritics=επαυχένιος
|Capitals=ΕΠΑΥΧΕΝΙΟΣ
|Transliteration A=epauchénios
|Transliteration B=epauchenios
|Transliteration C=epafchenios
|Beta Code=e)pauxe/nios
|Definition=ον, (< [[αὐχήν]]) [[on]] or [[for the neck]], [[ζυγόν]] Pi. ''P.'' 2.93; [[κύναγχα]] ''AP'' 6.34 (Rhian.).
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0907.png Seite 907]] auf dem Nacken; [[ζυγόν]] Pin. P. 2, 93; [[κυνάγχη]] Rhian. 8 (VI, 34).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0907.png Seite 907]] auf dem Nacken; [[ζυγόν]] Pin. P. 2, 93; [[κυνάγχη]] Rhian. 8 (VI, 34).

Revision as of 10:59, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαυχένιος Medium diacritics: ἐπαυχένιος Low diacritics: επαυχένιος Capitals: ΕΠΑΥΧΕΝΙΟΣ
Transliteration A: epauchénios Transliteration B: epauchenios Transliteration C: epafchenios Beta Code: e)pauxe/nios

English (LSJ)

ον, (< αὐχήν) on or for the neck, ζυγόν Pi. P. 2.93; κύναγχα AP 6.34 (Rhian.).

German (Pape)

[Seite 907] auf dem Nacken; ζυγόν Pin. P. 2, 93; κυνάγχη Rhian. 8 (VI, 34).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαυχένιος: -ον, (αὐχὴν) ὁ ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ περὶ τὸν αὐχένα, ἐπαυχένιος ζυγὸς Πινδ. Π. 2. 172· ἐπαυχένιον κυνάγχαν Ἀνθ. Π. 6. 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui étreint le cou ou la gorge.
Étymologie: ἐπί, αὐχήν.

English (Slater)

ἐπαυχένιος
   1 on one's shoulders φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει (P. 2.93)

Greek Monolingual

ἐπαυχένιος, -ον) αυχήν
αυτός που βρίσκεται πάνω ή γύρω από τον αυχένα («ἐπαυχένιος ζυγός», Πίνδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) τὸ ἐπαυχένιον
δερμάτινη λωρίδα που αποτελεί τμήμα της σαγής του αλόγου ή του ημιόνου
β. ναυτ. τὰ ἐπαυχένια
ξύλινα εξαρτήματα που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα ξάρτια του πλοίου στη θέση τους.

Greek Monotonic

ἐπαυχένιος: -ον (αὐχήν), αυτός που βρίσκεται πάνω ή αναφέρεται στον αυχένα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαυχένιος: давящий или сжимающий шею (ζυγόν Pind.; κυνάγχη Anth.).

Middle Liddell

αὐχήν
on or for the neck, Anth.