τιμώρημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τῑμώρημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> защита, заступничество, помощь (τὰ τιμωρήματά τινι Her.);<br /><b class="num">2)</b> отмщение, месть (τὸ τ. τινος εἴς τινα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> наказание, кара (τινι Plat.).
|elrutext='''τῑμώρημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> защита, заступничество, помощь (τὰ τιμωρήματά τινι Her.);<br /><b class="num">2)</b> отмщение, месть (τὸ τ. τινος εἴς τινα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> наказание, кара (τινι Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῑμώρημα, ατος, τό, [from [[τιμωρέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[help]], aid, [[succour]] given, c. dat., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> an act of [[vengeance]]: a [[penalty]], Plat.
|mdlsjtxt=τῑμώρημα, ατος, τό, [from [[τιμωρέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[help]], aid, [[succour]] given, c. dat., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> an act of [[vengeance]]: a [[penalty]], Plat.
}}
}}

Revision as of 17:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμώρημα Medium diacritics: τιμώρημα Low diacritics: τιμώρημα Capitals: ΤΙΜΩΡΗΜΑ
Transliteration A: timṓrēma Transliteration B: timōrēma Transliteration C: timorima Beta Code: timw/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A act of vengeance, τ. Κορινθίων εἰς Σαμίους Plu.2.860a.    2 penalty, διπλᾶ . . ἔστω τὰ τ. τῷ ὀφλόντι Pl.Lg.866b, cf. R.363e.    II aid, succour, τὰ Μενέλεω τιμωρήματα succour given to him, Hdt.7.169 (Μενέλεῳ Wesseling).

German (Pape)

[Seite 1116] τό, 1) Hülfe, Beistand, τινός, der Einem geleistet wird; auch τὰ Μενελέῳ τιμωρήματα, der dem Menelaos geleistete Beistand, Her. 7, 169. – 2) Rache, Strafe, Züchtigung, διπλᾶ ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὄφλοντι Plat. Legg. IX, 866 b; τὸ Κορινθίων τ. εἰς Σαμίους Plut. de Her. mal. 22.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμώρημα: τό, βοήθεια, ἐπικουρία, συνδρομή, μετὰ δοτικ., τὰ Μενέλεῳ τιμωρήματα, βοήθεια δοθεῖσα εἰς αὐτόν, Ἡρόδ. 7. 169. ΙΙ. πρᾶξις ἐκδικήσεως, τ. τινος εἴς τινα, ἐκδίκησις ἣν λαμβάνει τις παρά τινος, Πλούτ. 2. 860A. 2) ποινή, τιμωρία, διπλᾶ... ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὀφλόντι Πλάτ. Νόμ. 866B, πρβλ. Πολ. 363E.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 secours, protection, défense;
2 châtiment;
3 vengeance.
Étymologie: τιμωρέω.

Greek Monolingual

τὸ, Α τιμωρῶ
1. βοήθεια, συνδρομή
2. πράξη εκδίκησης
3. ποινή, τιμωρία.

Greek Monotonic

τῑμώρημα: -ατος, τό,
I. βοήθεια, επικουρία, συνδρομή, με δοτ., σε Ηρόδ.
II. πράξη εκδίκησης· ποινή, τιμωρία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τῑμώρημα: ατος τό
1) защита, заступничество, помощь (τὰ τιμωρήματά τινι Her.);
2) отмщение, месть (τὸ τ. τινος εἴς τινα Plut.);
3) наказание, кара (τινι Plat.).

Middle Liddell

τῑμώρημα, ατος, τό, [from τιμωρέω
I. help, aid, succour given, c. dat., Hdt.
II. an act of vengeance: a penalty, Plat.