λίθαξ: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λίθαξ]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[σκληρός]], [[πετρώδης]] («μή πώς μ' ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι [[ποτὶ]] πέτρῃ κῡμα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[λίθαξ]]<br />ο [[λίθος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) [[βραχώδης]] γη<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κωφὴ [[λίθαξ]]» — [[επιτάφιος]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μύλ</i>-<i>αξ</i>)].
|mltxt=[[λίθαξ]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[σκληρός]], [[πετρώδης]] («μή πώς μ' ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι [[ποτὶ]] πέτρῃ κῡμα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[λίθαξ]]<br />ο [[λίθος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) [[βραχώδης]] γη<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κωφὴ [[λίθαξ]]» — [[επιτάφιος]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μύλ</i>-<i>αξ</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθαξ Medium diacritics: λίθαξ Low diacritics: λίθαξ Capitals: ΛΙΘΑΞ
Transliteration A: líthax Transliteration B: lithax Transliteration C: lithaks Beta Code: li/qac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, ἡ,

   A stony, λίθακι ποτὶ πέτρῃ Od.5.415.    II as fem. Subst., = λίθος, Arat.1112, Orph.A.613; κωφὴ λ., of a gravestone, AP7.392 (Heraclid. Sinop.); of a precious stone, Man.6.343; λ. τρητὴν σπόγγῳ ἐειδομένην, of the pumice-stone, AP6.66 (Paul. Sil.).    2 in pl., stony land, Epic.in Arch.Pap.7.10, v.l. in Nic. Th.150; cf. ἕρμαξ.

German (Pape)

[Seite 44] ακος (λίθος), steinig, felsig, hart, πέτρη, Od. 5, 415, Schol. λιθώδης. – Als subst. ἡ, eigtl. dim. von λίθος (vgl. B. A. 635, 17), kleiner Stein, Felsstück, bes. sp. D., wie Arat. Phaen. 1112; Orph. Arg. 611; ἀνθηραί, Edelsteine, Man. 6, 343; τρητή, Bimsstein, Paul. Sil. 52 (VI, 66).

Greek (Liddell-Scott)

λίθαξ: [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, (λίθος) λιθώδης, μήπως μ’ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ, «μήπως με προσρίψῃ πέτρᾳ τινὶ ἐχούσῃ προβολὰς ὀξείας, τοιαύτη γὰρ ἡ λίθαξ πέτρα» (Εὐστάθ.), Ὀδ. Ε. 415. ΙΙ. ὡς θηλ. οὐσιαστ., = λίθος, Ἄρατ. 1112, Ὀρφ. Ἀργ. 611· ἐπὶ λίθου ἐπιταφίου, Ἀνθ. Π. 7. 392· ἐπὶ πολυτίμου λίθου, Μανέθων 6. 343· λ. τρητὴν σπόγγῳ ἐειδομένην, ἐπὶ τῆς κισήρεως, «ἐλαφροπέτρας», Ἀνθ. Π. 6. 66. 2) ἐν τῷ πληθ., γῆ λιθώδης, Νικ. Θηρ. 150· πρβλ. ἕρμαξ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ, ἡ)
I. adj. de pierre;
II. subst.λίθαξ;
1 petite pierre, caillou;
2 pierre tumulaire;
3 pierre précieuse;
4 pierre ponce;
5 au pl. région pierreuse.
Étymologie: λίθος.

English (Autenrieth)

ακος: stony, hard, Od. 5.415†.

Greek Monolingual

λίθαξ, ὁ, ἡ (Α)
1. σκληρός, πετρώδης («μή πώς μ' ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ κῡμα», Ομ. Οδ.)
2. το θηλ. ως ουσ.λίθαξ
ο λίθος
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) βραχώδης γη
4. φρ. «κωφὴ λίθαξ» — επιτάφιος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. μύλ-αξ)].

Greek Monotonic

λίθαξ: [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ (λίθος
I. λιθώδης, πετρώδης, σε Ομήρ. Οδ.
II. ως θηλ. ουσ., = λίθος, λίθος ταφικού μνημείου, λίθος επιταφίου, σε Ανθ.· λέγεται για την ελαφρόπετρα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λίθαξ: ᾰκος (ῐ) adj. каменистый или каменный (πέτρη Hom.).
ᾰκος ἡ камень: κωφὴ λ. Anth. безмолвный камень, т. е. надгробный памятник; λ. τρητή Anth. ноздреватый камень, т. е. пемза.

Middle Liddell

λί˘θαξ, ακος, λίθος
I. stony, Od.
II. as fem. Subst., = λίθος, a grave-stone, Anth.; of the pumice-stone, Anth.