μέμψις: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(1ba)
(c2)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μέμψις]], εως, [[μέμφομαι]]<br /><b class="num">1.</b> [[blame]], [[censure]], [[reproof]], μ. ἐπιφέρειν τινί Ar.; ἔχειν μ. to incur [[blame]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> act. [[cause]] for [[complaint]], Aesch., Soph.
|mdlsjtxt=[[μέμψις]], εως, [[μέμφομαι]]<br /><b class="num">1.</b> [[blame]], [[censure]], [[reproof]], μ. ἐπιφέρειν τινί Ar.; ἔχειν μ. to incur [[blame]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> act. [[cause]] for [[complaint]], Aesch., Soph.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':momf» 蒙費<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':指責<p>'''字義溯源''':嫌隙,訴苦,歸咎;源自([[μέμφομαι]])*=指責)<p/>'''出現次數''':總共(1);西(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 嫌隙(1) 西3:13
}}
}}

Revision as of 21:05, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέμψις Medium diacritics: μέμψις Low diacritics: μέμψις Capitals: ΜΕΜΨΙΣ
Transliteration A: mémpsis Transliteration B: mempsis Transliteration C: mempsis Beta Code: me/myis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A blame, censure, μέμψιν δικαίαν μέμφομαι Ar.Pl.10; μ. ἐπιφέρειν τινί Id.Ra.1253 (lyr.); μ. λαβεῖν Men.576 (s. v. l.); ἔχειν μ. to incur blame, E.Heracl.974; φίλων μ. censure of them, S.Fr. 472: pl., censures, Pl.Lg.684d; complaints, Arist.EN1162b5.    2 ground of complaint, μ. οὔτιν' ἀνθρώποις ἔχων A.Pr.445, cf. S.Ph.1309.

German (Pape)

[Seite 130] ἡ, das Tadeln, der Tadel, Vorwurf; μέμψιν μέμφεσθαί τινι, Ar. Plut. 10; μέμψιν ἐποίσει τινί, Ran. 1253; Plat. Legg. III, 684 d u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

μέμψις: -εως, ἡ, μομφή, ἐπίπληξις, μέμψιν δικαίαν μέμφομαι Ἀριστοφ. Πλ. 10· μ. ἐπιφέρειν τινί ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1253· μ. λαβεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 50· ἔχειν μ., προκαλεῖν μομφήν, ψόγον, Εὐρ. Ἡρακλ. 974· - ἐν τῷ πληθ., μομφαί, Πλάτ. Νόμ. 684D· παράπονα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 2. 2) ἐνεργ., λόγος, βάσις παραπόνου ἢ μομφῆς, ἐπιθυμία πρὸς μομφήν, μ. οὔτιν’ ἀνθρώποις ἔχων Αἰσχύλ. Πρ. 445, πρβλ. Σοφ. Φ. 1309· φίλων μ., κατάκρισις αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 419. Πρβλ. μομφή.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 blâme, reproche;
2 sujet de plainte.
Étymologie: μέμφομαι.

Greek Monotonic

μέμψις: -εως, ἡ (μέμφομαι),·
1. κατηγορία, επίκριση, ψόγος, μέμψιν ἐπιφέρειν τινί, σε Αριστοφ.· ἔχειν μέμψιν, προκαλώ κατηγορία, σε Ευρ.
2. Ενεργ., αιτία για παράπονο, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μέμψις: εως ἡ
1) порицание, упрек (μέμψιν ποιεῖν, ἐπιφέρειν или μέμφεσθαί τινι Arph.): πολλὴν ὑφέξεις μέμψιν Eur. ты подвергнешься резкому порицанию;
2) основание для упреков (μέμψιν εἴς τινα οὐκ ἔχειν Soph.).

Middle Liddell

μέμψις, εως, μέμφομαι
1. blame, censure, reproof, μ. ἐπιφέρειν τινί Ar.; ἔχειν μ. to incur blame, Eur.
2. act. cause for complaint, Aesch., Soph.

Chinese

原文音譯:momf» 蒙費

詞類次數:名詞(1)

原文字根:指責

字義溯源:嫌隙,訴苦,歸咎;源自(μέμφομαι)*=指責)

出現次數:總共(1);西(1)

譯字彙編

1) 嫌隙(1) 西3:13