μονόχηλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monochilos | |Transliteration C=monochilos | ||
|Beta Code=mono/xhlos | |Beta Code=mono/xhlos | ||
|Definition=Dor. μονό-χᾱλος, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Dor. μονό-χᾱλος, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[solid-hoofed]], <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>225</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:57, 1 July 2020
English (LSJ)
Dor. μονό-χᾱλος, ον,
A solid-hoofed, E.IA225 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 206] einklauig, mit ungespaltenen Hufen, μονόχαλα ὑπὸ σφυρά, Eur. l. A. 225.
Greek (Liddell-Scott)
μονόχηλος: Δωρ. -χᾱλος, ον, ὁ ἔχων τὴν χηλὴν μονοφυῆ, δηλ. ἄσχιστον, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 255.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόχηλος, -ον δωρ. μονόχαλος)
(για ζώα) αυτός που έχει μία μόνο χηλή ή οπλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρό-χηλος, πολύ-χηλος].
Greek Monotonic
μονόχηλος: (χηλή), Δωρ. -χαλος, -ον, αυτός που έχει μια μόνο χηλή, οπλή, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μονόχηλος: дор. μονόχᾱλος 2 однокопытный: μονόχαλα σφυρά Eur. (конские) копыта.